
Νέα ἔκδοσις!

Ἰεζεκιὴλ ΛΣτ΄ 26: Καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν και πνεῦμα καινὸν δώσω ἐν ὑμῖν και ἀνελῶ τὴν καρδίαν τὴν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκὸς ὑμῶν και δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην.
Κατὰ Μᾶρκον Η΄ 17: Ἔτι πεπωρωμένην ἔχετε τὴν καρδίαν ἡμῶν.
Κατὰ Λουκᾶν ΙΘ΄ 40: Λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται.
Παύλου Πρὸς Γαλάτας Δ΄ 6: Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον· Ἀββᾶ ὁ Πατήρ.
Τὰ πέντε διηγήματα (Ἡ μάννα τῆς λεωφόρου Ἀμαλίας, Τὸ κριτήριο τῆς ἀθανασίας, Συρτάκι, Ὄφις ἐν σκήτῃ, Ὁ χαμένος Ἐπιτάφιος) — σύγχρονα, χρονικῶς πλησία ἢ καὶ τοῦ ἀπωτάτου παρελθόντος — γράφουσι τὰ πρόσωπα καὶ τὴν λειτουργίαν αὐτῶν ἐν κοινωνίᾳ, ἀνθρωπίνῃ τε καὶ θείᾳ, κατὰ τὴν παράδοσιν τοῦ ἡμετέρου Γένους.
Θέματα ἐκ τῶν βιβλίων τῶν ἐκδόσεων.
α΄ ἐκπομπή: Σοφοκλέους Οἰδίπους Τύραννος α΄: Σκηνικὸς καὶ δραματικὸς χῶρος
Ὁ ἥρως ὑπαντᾷ πρὸ τοῦ ποταμοῦ τῆς Λήθης τὸ εἴδωλον αὐτοῦ καὶ συνδιαλέγεται τούτῳ.
Ὁ Νορβηγὸς ἱερεὺς Κεκαυμένος, ὑπέρμαχος τῆς ἐπιταγῆς οὐδὲν ἢ ἅπαν ἐν λατρείᾳ Κυρίου, ἐγκαθίσταται εἰς πόλιν τῆς Δυτικῆς Νορβηγικῆς ἀκτογραμμῆς καί — κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ πενταπράκτου δράματος — μανθάνει πῶς αὕτη ἡ σκληρὰ ἐπιταγὴ ἐφαρμόζεται καὶ ἐπ’ αὐτοῦ…
Δίγλωσσος ἔκδοσις τοῦ νορβηγικοῦ ποιητικοῦ δράματος μετ’ ἐκτενοῦς σχολιασμοῦ καὶ ἑρμηνείας. Τὸ πρωτότυπον καὶ ἡ μετάφρασις …
Ἐκ τοῦ Ἀδιακόπως: Διήγημα.
’Σ τοῦ Μίνου τὰ πρωτόχρονα βουλκᾶνος ’δὲν ἐκάπνει,
καί τὰ πουλάκια ἐπέτοντο κ’ ἐγλυκοτραγουδοῦσαν
πάνω ’ς τὰ βράχια τοῦ νησιοῦ ’ποῦ τὄλεγαν Στρογγύλη.
Οἱ πρωτεργάτρες μέλισσες ἀνθοκορφολογοῦσαν,
καί τὰ στημόνια ἐστέκοντο ψηλὰ καί λυγερᾶτα.
Ἐκεῖ τὸ τόπι ἐχάνετο, καθὼς κοράσια ἐπαῖζαν,
καί παλληκάρια μαχητὲς ἐπάλευαν ’ς τὸν χόρτο
’νὰ δείξουν πόσον ἠμποροῦν ἐχθροὺς ’νὰ καταβάλουν
καί μελλουμένων σκοτεινιὰ ’λιγάκι ’νὰ λαμπρύνουν.
Ἄρχοντες, ξένοι καί λαὸς ἐθαύμαζαν κ’ ἐλέγαν:
«Λαμπρὰ τὰ νιάτα τοῦ νησιοῦ, λαμπρὴ καί ἡ φύσις ὅλη,
λαμπρά ’ναι τὰ μελλούμενα, ὁ τόπος μας θὰ ζήσῃ!»
Αὐτὰ λοιπὸν ἐλέγανε καί οὐρανὸν ἐτήρουν
καταπὼς ὁ Ἡλιάτορας ἐφώτιζε τὸν κόσμο.
Ἆ, χειλιδόνια κι ἄγγελοι τοῦ πλούτου ’ς τὰ χωράφια
καί ’ς τὰ λειβάδια ὁλόγυρα βουνοῦ γαληνοτάτου,
πῶς τὸν ἀγέρα σχίζετε μὲ τὸν φτεροχορό σας,
πῶς σεῖς αἰθέρα ὀργώνετε μὲ τὸ ἁπλοφτέρουγό σας,
ὅταν τὸ ἀργοσάλεμα τοῦ Χρόνου ἀναλογᾶστε
καί τὸ κακὸ κι ἀνάθεμα τῶν λογισμῶν σφαλνᾶτε.
Ὅμως – καί τ’ ὅμως πάντοτε τὸν νοῦ στριφτοϋφαίνει –
θἀρθῇ κακό, θἀρθῇ σεισμός, θἀρθῇ τῆς γῆς ὁ Χάρος,
μὰ πάντοτε θὰ στέκεσθε χαρούμενα ’ς τὸν τοῖχο –
σεῖς ὠμορφοπλάσματα, ἐσεῖς σαϊττοπούλλια –,
ὡς ’πῆρε χέρι μάγιστρου χρῶμα-μορφὲς ’νὰ στήσῃ.
Καὶ θὰ γλεντᾶτε τὰ καλὰ τοῦ κόσμου ’ς τὴν εἰρήνη
καί τῆς σταχτιᾶς τῆς χλαλοῆς θὰ διώχνετε τὸν πόνο.
(Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα θὰ φανῇ, τὸ πρᾶγμα θε ’να γίνῃ·
κἀνεὶς ’ς τὸν κόσμον ἄφθορος, ἀνάλλαγο κἀνένα.)
Χρόνοι πολλοὶ ’ποῦ ἐπέρασαν, χρόνοι πολλοὶ διαβῆκαν,
τὴν ζωγραφιὰ ’δὲν ἔσβησαν, τὴν μνήμη μᾶς ἀφῆκαν
τῆς γῆς τῆς ὠμορφόθωρης πρὶ’ ’νὰ ἐκραγῇ ὁ τόπος.
Ἀπροσδόκητον ἐργατικὸν ἀτύχημα συνταράσσει μετ’ ἐκρήξεως καὶ ἀνθρωπίνων θυμάτων ἐγκαταστάσεις ξενοδοχειακῆς μονάδος ἐν νήσῳ Θήρας, καὶ ἀλληλουχία ἀρχίζει ἀπιθάνων γεγονότων ὁδηγούντων εἰς μείζονας καὶ ῥαγδαίας μετεκρηκτικὰς ἐξελίξεις. Ἀφήγησις ἀσθματικῶς ἀναμένουσα ἔκρηξιν ἐκρήγνυται αὐτή· ἐπὶ ῥυθμοῦ ἀδυνατεῖ σταθῆναι· μεταβάλλεται, μεταπίπτει, μετατρέπεται. Ἑνότης μετεκρηκτική, κρᾶσις τακέντων…
Ὁ συγγραφεὺς ἀναλύει τὸ περιεχόμενο καὶ τὴν ἐπιδίωξι τῶν στιχουργημάτων του.
Ὅταν θνητοὶ κοπιάσωσιν, ὁρῶσι ἀρχὴν καὶ τέλος.
Ἀλλ’ ἐπὶ θύρας δαίμων κεῖ διπρόσωπος προσμένει,
ὡς ἐνθυμίζειν πάντοτε: ὄψεις τοῦ ἑνὸς τὰ πάντα.
Ὁ συγγραφεὺς ἐκθέτει τοὺς λόγους οἵτινες ὡδήγησαν εἰς τὴν σύνθεσιν τοῦ ἱστορικοῦ δράματος.
Ὁ συγγραφεὺς ἀναλύει τοὺς τρόπους καὶ τὸ περιεχόμενον τῆς ποιητικῆς του συλλογῆς.
Ὁ συγγραφεὺς ὁμιλεῖ διὰ τὸ δρᾶμα του, τὸ ἐκτυλισσόμενο κατὰ τὴν περίοδον τῆς τελευταίας Δικτατορίας.
Ἐν ἀναμονῇ τῆς νέας προσθήκης εἰς τὴν σειρὰν Ποιήσεως τῶν ἐκδόσεων.
Τὰ ἐκδοθέντα βιβλία ἕως καὶ τὸν Νοέμβριο τοῦ 2022.
Ἥτις σοι κρύπτεται ἀμίλητη ἐντὸς τοῦ μεγάρου τοῦ Βίου
σέ περιμένει διὰ ’νὰ ἔλθῃς φωνὴν εἰς καρδίαν ’νὰ φέρῃς,
σέ περιμένει ’νὰ σώσῃς αὐτὸν ἀπὸ χρόνιον ἄλγος
καὶ μετὰ σοῦ τὴν πνοὴν ’ν’ ἀποκτήσῃ, τὴν νέαν ἀγάπην.
Θὰ εἶνε ἡ ἀγάπη ὡσὰν στέγη εἰς τῶν χρόνων τ’ ἀπέραντα πλήθη,
θὰ εἶνε ἡ ἀγάπη τὰς γλώσσας τοῦ Κόσμου κατέχουσα πάσας.
Ἥλιος πρῶτος αἰώνων φωτίζει τὸ πρόσωπον ταύτης.
Σύ νυν προχώρει εἰς χαρὰς καινουργεῖς· ἀναμνήσθητι τότε:
Κύκλος τὰ πράγματα, κέντρον ἐχεις, περιφέρειαν γράφουν·
ἅπαν – καλὸν καὶ κακόν – εἰς φλοιὸν τοῦ σαρκίου προσκρούει·
πόνον παρέχουν προσέτι καὶ ἀγάπης καί δόξης προσκρούσεις.
Εἰς ἐπικράτειαν σὺ τῆς ἀγάπης ἐκ νέου θὰ εἰσέλθῃς.
Τότε θὰ ἑνίσῃς θυμὸν μετὰ πνεύματος διὰ τοῦ ἑτέρου,
σῆμα ὑπερβαῖνον τοῦ χώματος ἀκινησίαν -θανάτου.
Βαρειόμοιρέ μου Φοίνικα, πουλί μου ἐσὺ καημένο,
μὲ τὰ πυρά σου πούπουλα καὶ τὴ θερμή σου ἀνάσα
π᾽ ὅλο καὶ κατακαίγεσαι καὶ μές ἀπὸ τὶς στάχτες
ξαναγεννιέσαι ᾽λεύθερος στὰ ὕψη νὰ πετάξῃς,
τὴ δόξα τοῦ Ἄμμωνος Διὸς κ᾽ ἐσύ νὰ κοινωνήσῃς.
Ἀπόκει θένα κατεβῇς στὰ χτίσματα τοῦ ἀνθρώπου
καὶ πρῶτο-πρῶτο θεναὐρῇς τοῦ Χέωπος τὸν τάφο
ποὺ ἡ κορυφή του στέκεται στὴν ἄκρη τῆς ἐρήμου
ρίχνοντας ἥσκιο φοβερόν στοῦ Νείλου τὴν κοιλάδα.
Ἐσύ πεφτοσηκώνεσαι στῶν ζωντανῶν τὸν Κόσμο,
ἐκεῖνος ἔχει γιὰ αἴγλη του τὰ βάθη τῶν διαδρόμων.
Ἐσύ πετᾶς καὶ χάνεσαι μές στ᾽ οὐρανοῦ τὰ πλάτη,
ἐκεῖνος μές στὰ χρυσαφιὰ τὴ Στύγα κατοπτεύει.
Ἐσύ μές τοὺς ἀγέρηδες μὲ τ᾽ ἁπλοφτέρουγά σου,
ἐκεῖνος παρακάθεται στοὺς δικαστὲς τοῦ ᾍδου.
Ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ δρᾶμα Οἱ μνηστῆρες τοῦ θρόνου τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν, μετάφρασι-σχολιασμός: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος, ἐκδόσεις ΘΑΠ, Ἀθήνα 2021, σελ. 158.
Δύναται ἕνας ἄνδρας νὰ λάβῃ τὴν θεία κλῆσιν ἐξ ἄλλου, ὅπως ἕνας παίρνει ὅπλα καὶ χρυσὸν ἀπὸ τὸν πεσμένο του ἐχθρό; Δύναται ἕνας μνηστὴρ τοῦ θρόνου νὰ λάβῃ τὸ βασιλικὸ ἔργο ἐπάνω του ὅπως ρίχνει τὸν βασιλικὸ μανδύα; Ἡ δρῦς, ποὺ προτιμᾶται στὴν ναυπηγικὴ γιὰ τὴν καρῖνα, δύναται νὰ
εἰπῇ: Ἐγὼ θέλω νὰ γίνω τὸ κατάρτι στὸ πλοῖο, ἐγὼ θέλω νὰ λάβω τὴν θέση τῆς ἐλάτης, νὰ δείχνω ψηλὰ λεπτὴ καὶ λαμπερή, νὰ ἔχω χρυσῆ κορυφὴν ἐπάνω μου, νὰ προβάλλω μὲ τὸ λευκό, τὸ φουσκωμένο τὸ ἱστίο στὴν λάμψη τοῦ ἡλίου καὶ νὰ φαίνωμαι πάνω στὸ κατάστρωμα ἀπὸ μακριὰ γιὰ τὰ πλήθη;.. ῎Οχι, ὄχι, βαρὺ ροζιασμένε κορμὲ δρυός, ἡ θέση σου εἶναι στὴν καρῖνα· ἐκεῖ θὰ εὑρίσκεσαι καὶ θὰ χρησιμεύῃς, σιωπηλὸς καὶ ἄφαντος γιὰ κάθε μάτι πάνω τὴν ἡμέρα..- ἐσὺ εἶσαι, γιὰ νὰ μή ἀναποδογυρίσῃ τὸ πλοῖο στὴν καταιγίδα· τὸ κατάρτι μὲ τὴν χρυσῆ του τὴν κορυφὴ καὶ μὲ τὸ φουσκωμένο του ἱστίο πρέπει ὅμως νὰ τραυάῃ κατὰ τὸ νέο, κατὰ τὸ ἄγνωστο, κατὰ τὴν μακρινὴν ἀκτὴ καὶ κατὰ τὴν σάγκα ποὺ θὰ ἔλθῃ!
Ξεφυλλίσατε τὸν κατάλογο τῶν ἐκδόσεων:
Ἡ κατάληψη τῆς θέσης ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κάθισμα τοῦ ψυχαναλυτῆ, ὑπῆρξε γιὰ πολλές δεκαετίες ἀπαγορευμένη συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης· ἡ δημοσιοποίηση της συνωδευόταν ἀπὸ προκατάληψη καὶ ντροπή, γιὰ ν᾽ ἀκολουθήσῃ, ὡς «ἐπιστέγασμα», ὁ χαρακτηρισμός: τρελός. Ὑπὸ τὸν φόβο μιᾶς τέτοιας ἀντιμετώπισης, χιλιάδες ἀνθρώπων ἔκρυβαν κ᾽ ἐξακολουθοῦν νὰ κρύβουν τὴν ἀνάγκη – περισσότερο δὲ τὴ λήψη – βοήθειας σὲ θέματα ὅπου ἡ κοινὴ ἐφηρμοσμένη λογικὴ καὶ ἡ πρακτική της φύση ἀδυνατοῦν νὰ προσφέρουν ἀπαντήσεις ἤ, ὅταν τὸ πράττουν, τὰ συμπεράσματα διευρύνουν καὶ διαιωνίζουν τὸ πρόβλημα ἀντί νὰ τὸ λύσουν, εἴτε κατατέμνοντας εἴτε διογκώνοντάς το· κοινὴ γνώση, ἄλλωστε, πὼς σὲ κάθε μικρόκοσμο τὰ πάντα μεγεθύνονται… Ἀπὸ τὸν κανόνα δὲν ἐξαιρεῖται οὔτε ἡ μικρὴ κοινωνία ὅπου συγκατοικοῦν ἡ ψυχή, τὸ πνεῦμα καὶ ἡ θνητή μας φύση.
Οἱ ἐξελίξεις τῆς τελευταίας δεκαετίας – ὁ ἠλεκτρονικὸς συγχρωτισμὸς γνωστῶν καὶ ἀγνώστων ἐντὸς τῶν κοινωνικῶν δικτύων -ἡ πόρτα τῆς οἰκίας, τῆς ψυχῆς, τοῦ νοῦ ποὺ ἀνοίγουν μπροστὰ στὴν κάμερα – κατέλυσαν ἀρκετοὺς περιορισμοὺς καὶ προκαταλήψεις, καθὼς μεταμόρφωσαν ἑκατομμύρια χρηστῶν σὲ μάρτυρες τῆς προσωπικῆς ζωῆς οἱουδήποτε θέλει νὰ θέσῃ ἑαυτὸν σὲ δημόσια θέα.
Μὲ τὴν ἐπιπλέον καθολικὴ ἀνατροπὴ τῆς τελευταίας διετίας – ἐπὶ προσχήματι πανδημίας –, μιὰ ὑπόθεση τείνει νὰ γίνῃ βεβαιότητα, ὅσο κινεῖται ἡ κοινωνία μακριὰ ἀπὸ παραδοσιακὰ πρότυπα βίου (οἰκογένεια, παρέες, διὰ ζώσης σχέσεις)· πρωτόγνωρη ἀνάγκη διέπει πλέον τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο: ν᾽ ἀνεύρῃ συνάνθρωπο κ᾽ ἐκεῖνος νὰ τὸν ἀκούσῃ ὡς καθοδηγητὴς τῆς σκέψης του ἢ ὡς συμπορευόμενος μὲ αὐτὴν πρὸς ἀναζήτηση ἀπαντήσεων: τὸ ἐλιξήριο δηλαδὴ τῆς συντροφικότητας.
Ἡ ἀλληγορία τοῦ κυνικοῦ φιλοσόφου ποὺ περιπλανιόταν καταμεσήμερο μὲ τὸ λυχνάρι ἄνθρωπον ζητῶν, δικαιώνεται λοιπὸν εἴτε ὡς προφητεία εἴτε ὡς στάση ζωῆς. Καθείς μας – ὁλομόναχος – ὁδεύει ὁλοταχῶς στὴν ἡμέρα, ὁπότε οὔτε νὰ τὸ παραδεχτῇ θὰ ντρέπεται οὔτε νὰ τὸ φωνάξῃ. Καθισμένος στὴν πολυθρόνα τοῦ ψυχαναλυτῆ.
Ἀθήνα, Ἀπρίλιος 2021.