
[Ἀπ’ τὴν ἐνιαία ἔκδοση τοῦ Ἡγεμόνα, μαζὶ μὲ τὸ θεατρικὸ ἔργο Μακιαβέλλι. Βλ. ἐδῶ.]
Δέ μοῦ εἶναι ἄγνωστο πὼς πολλοί ἄνθρωποι πίστευαν, καὶ πιστεύουν, ὅτι τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου διέπονται ἀπ᾿ τὴν Τύχη καὶ τὸ Θεὸ μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε ἡ ἀνθρώπινη φρόνηση νὰ μήν μπορῇ νὰ τὰ χειριστῇ -ὥστε νὰ μήν ὑπάρχει γιατρειὰ γιὰ τὰ πολλὰ τοῦ κόσμου. Ὁπότε, κρίνουν αὐτοὶ πὼς πρέπει νὰ ἐγκαταλείπουμε τοὺς ἑαυτούς μας πάντοτε στὴν Τύχη, ν᾿ ἀφήνουμε στὴν ἄκρη κάθε μάταιη σκέψη γιὰ τ᾿ ἀνθρώπινα. Τὴν ἀποδέχθηκαν πολλοί αὐτὴ τὴν ἄποψη ἀπ᾿ τοὺς σύγχρονούς μας, λόγῳ τῶν μεγάλων κι ἀπροσδόκητων μεταβολῶν ποὺ εἴδαμε καὶ βλέπουμε.
Αὐτά ἀναπολῶντας κάπου-κάπου, ἔκλινα κ᾿ ἐγὼ στὴν ἐν μέρει παραδοχὴ τῆς ἄποψης· ἐπειδὴ ὅμως ὑπάρχει σὲ μᾶς ἐλεύθερη βούληση, νομίζω ὡς ἀληθὲς μόνον ὅτι ἡ Τύχη διέπει κατὰ τὸ ἥμισυ τὶς πράξεις μας κι ἀφήνει στὴ βούλησή μας τὸ ἕτερο ἢ κάτι λιγώτερο… Παρομοιάζω τὴν Τύχη μ᾿ ὁρμητικὸ ποταμὸ πού, ὅταν πλημυρίζῃ, καταποντίζει πεδιάδες, ξεριζώνει δέντρα, καταστρέφει κτήρια, μεταφέρει τὴ γῆ ἀπ᾿ τό ᾿να μέρος στ᾿ ἄλλο· στὴν ὁρμή της, καθένας φεύγει κ᾿ ὑποχωρεῖ, μή μπορῶντας ν᾿ ἀσκήσῃ τὸ ἐλάχιστο ἐμπόδιο. Κι ὅμως..- οἱ ἄνθρωποι μποροῦν, πρὶν ἀπ᾿ τὴν πλημύρα, νὰ προλάβουν τοὺς κινδύνους μὲ προχώματα ὥστε, σὰν ἔρθῃ ἐκείνη ἢ νὰ κατευθυνθοῦν τὰ ὕδατα σ᾿ αὐλάκια ἢ ἡ ὁρμή τους νὰ ἐξασθενίσῃ καὶ νὰ γίνῃ λιγώτερο ἐπιβλαβής. Μοιάζει πολύ μὲ τὸν ποταμὸ ἡ Τύχη, κυλῶντας ὁρμητικὴ ὅπου δέν ὑπάρχει Ἀρετὴ νὰ τῆς ἀντισταθῇ -ἐκεῖ στρέφει τὴ ροή της, ὅπου ξέρει ὅτι δέν ὑφίστανται ἐμπόδια ἱκανὰ νὰ τὴν ἀνακόψουν.