Τὸ δεντρόφυτο ὥς τὴν κορυφὴ βουνό,
τὰ δρομάκια π᾽ ἀνέβαιναν στὸν Οὐρανό,
τὰ κλαδιά-λοφία πάνω στὰ δέντρα,
τὶς λάμψεις τῶν πουλιῶν καὶ τῶν ἐντόμων,
τὰ φίδια ποὺ γυαλίζαν τυλιγμένα
στοὺς κορμούς, καὶ τρέχανε σαΐτες
ἀπ᾽ τό ᾽να ἄκρο στ᾽ ἄλλο, μὰ καὶ τὸ φῶς
– τὴ δόξα! – τοῦ τοπίου ποὺ ἁπλωνόταν..-
ὅλα τους τἆδε· μὰ ὅ,τι λαχταροῦσε
καὶ δ έ ν εἰδε, ἦταν μορφὴ ἀ ν θ ρ ώ π ο υ·
μήτε κι ἄκουσε ἀνθρώπινη λαλιά· ἀλλ᾽ ἄκουγε
τὸ μυριόστομο τὸ κρώξιμο ἀπ᾽ τὰ θαλασσοπούλια,
τὸ ἀστραπόβροντο, λεῦγες μακριὰ στοὺς ὕφαλους,
τὸν ψίθυρο τῶν δέντρων σὰν κινοῦνταν
δαρμένα ἀπ᾽ τοὺς ἀνέμους, καὶ τὸν κρότο
ἀπὸ χείμαρο ποὔφτειαχνε τὸ κῦμα,
σὰν κυλοῦσε ὁρμητικά στὴ θάλασσα. Ὁλημερίς
καθότανε συχνὰ κοιτῶντας μές στὸν πόντο,
ὡς ναυαγός, μὴ κ᾽ ἐμφανιστῇ κάνα παννάκι·
μὰ δ έ φαινόταν… Καὶ κάθε μέρα
ἀντίκρυζε τὸν ἥλιο μὲ τὶς κόκκινες ἀχτῖδες του
ἀνάμεσα σὲ φοινικιές, σὲ φτέρες καὶ γκρεμούς,..
τὸ ἀεράκι πέρα στ᾽ ἀνατολικά νερά,
τὸ ἀεράκι πάνω στὸ νησί,..
τὸ ἀεράκι στὰ δυτικά νερά·
ἔπειτα τ᾽ ἄστρα τὰ μεγάλα στὸ στερέωμα,
τὸν βρυχούμενο ὡκεανό, καὶ πάλι
τὶς κόκκινες ἀχτῖδες στὸ ἡλιοβασίλεμα..-
μὰ π ο υ θ ε ν ά παννάκι!..
Ἐνὼχ Ἄρντεν
Σειρὲς μακριές μὲ βράχια ἔχουνε φτειάξει χάσμα
καὶ μές στὸ χάσμα ἀφρὸς καὶ κίτρινη ἄμμος·
στὸ βάθος στέγες κόκκινες σὲ στενή ἀποβάθρα
πλάι-πλάι· παραπέρα, ἕνα ἐκκλησάκι· πιό πάνω
δρόμος μακρύς πρὸς ἕναν ψηλό, σὰν πύργο, μύλο·
παραπίσω στὸν ὁρίζοντα σταχτὴς ἀμμόλοφος
μὲ τάφους Δανικούς· ἐκεῖ δασάκι ἀπὸ φουντουκιὲς
ποὺ στοι…