Ὁ ἥρως ὑπαντᾷ πρὸ τοῦ ποταμοῦ τῆς Λήθης τὸ εἴδωλον αὐτοῦ καὶ συνδιαλέγεται τούτῳ.
Κατηγορία: Ποίηση
«Ἔκφρασις» ἐκ τοῦ «Ἀδιακόπως»
Ἐκ τοῦ Ἀδιακόπως: Διήγημα.
’Σ τοῦ Μίνου τὰ πρωτόχρονα βουλκᾶνος ’δὲν ἐκάπνει,
καί τὰ πουλάκια ἐπέτοντο κ’ ἐγλυκοτραγουδοῦσαν
πάνω ’ς τὰ βράχια τοῦ νησιοῦ ’ποῦ τὄλεγαν Στρογγύλη.
Οἱ πρωτεργάτρες μέλισσες ἀνθοκορφολογοῦσαν,
καί τὰ στημόνια ἐστέκοντο ψηλὰ καί λυγερᾶτα.
Ἐκεῖ τὸ τόπι ἐχάνετο, καθὼς κοράσια ἐπαῖζαν,
καί παλληκάρια μαχητὲς ἐπάλευαν ’ς τὸν χόρτο
’νὰ δείξουν πόσον ἠμποροῦν ἐχθροὺς ’νὰ καταβάλουν
καί μελλουμένων σκοτεινιὰ ’λιγάκι ’νὰ λαμπρύνουν.
Ἄρχοντες, ξένοι καί λαὸς ἐθαύμαζαν κ’ ἐλέγαν:
«Λαμπρὰ τὰ νιάτα τοῦ νησιοῦ, λαμπρὴ καί ἡ φύσις ὅλη,
λαμπρά ’ναι τὰ μελλούμενα, ὁ τόπος μας θὰ ζήσῃ!»
Αὐτὰ λοιπὸν ἐλέγανε καί οὐρανὸν ἐτήρουν
καταπὼς ὁ Ἡλιάτορας ἐφώτιζε τὸν κόσμο.
Ἆ, χειλιδόνια κι ἄγγελοι τοῦ πλούτου ’ς τὰ χωράφια
καί ’ς τὰ λειβάδια ὁλόγυρα βουνοῦ γαληνοτάτου,
πῶς τὸν ἀγέρα σχίζετε μὲ τὸν φτεροχορό σας,
πῶς σεῖς αἰθέρα ὀργώνετε μὲ τὸ ἁπλοφτέρουγό σας,
ὅταν τὸ ἀργοσάλεμα τοῦ Χρόνου ἀναλογᾶστε
καί τὸ κακὸ κι ἀνάθεμα τῶν λογισμῶν σφαλνᾶτε.
Ὅμως – καί τ’ ὅμως πάντοτε τὸν νοῦ στριφτοϋφαίνει –
θἀρθῇ κακό, θἀρθῇ σεισμός, θἀρθῇ τῆς γῆς ὁ Χάρος,
μὰ πάντοτε θὰ στέκεσθε χαρούμενα ’ς τὸν τοῖχο –
σεῖς ὠμορφοπλάσματα, ἐσεῖς σαϊττοπούλλια –,
ὡς ’πῆρε χέρι μάγιστρου χρῶμα-μορφὲς ’νὰ στήσῃ.
Καὶ θὰ γλεντᾶτε τὰ καλὰ τοῦ κόσμου ’ς τὴν εἰρήνη
καί τῆς σταχτιᾶς τῆς χλαλοῆς θὰ διώχνετε τὸν πόνο.
(Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα θὰ φανῇ, τὸ πρᾶγμα θε ’να γίνῃ·
κἀνεὶς ’ς τὸν κόσμον ἄφθορος, ἀνάλλαγο κἀνένα.)
Χρόνοι πολλοὶ ’ποῦ ἐπέρασαν, χρόνοι πολλοὶ διαβῆκαν,
τὴν ζωγραφιὰ ’δὲν ἔσβησαν, τὴν μνήμη μᾶς ἀφῆκαν
τῆς γῆς τῆς ὠμορφόθωρης πρὶ’ ’νὰ ἐκραγῇ ὁ τόπος.
Ἀδιακόπως
Ἀπροσδόκητον ἐργατικὸν ἀτύχημα συνταράσσει μετ’ ἐκρήξεως καὶ ἀνθρωπίνων θυμάτων ἐγκαταστάσεις ξενοδοχειακῆς μονάδος ἐν νήσῳ Θήρας, καὶ ἀλληλουχία ἀρχίζει ἀπιθάνων γεγονότων ὁδηγούντων εἰς μείζονας καὶ ῥαγδαίας μετεκρηκτικὰς ἐξελίξεις. Ἀφήγησις ἀσθματικῶς ἀναμένουσα ἔκρηξιν ἐκρήγνυται αὐτή· ἐπὶ ῥυθμοῦ ἀδυνατεῖ σταθῆναι· μεταβάλλεται, μεταπίπτει, μετατρέπεται. Ἑνότης μετεκρηκτική, κρᾶσις τακέντων…
Ὁ Εὐστράτιος Σαρρῆς διὰ τὴν συλλογὴ «Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος»
Ὁ συγγραφεὺς ἀναλύει τοὺς τρόπους καὶ τὸ περιεχόμενον τῆς ποιητικῆς του συλλογῆς.
Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος
pa_μορφή: ἔντυπη
Ἐν ἀναμονῇ…
Ἐν ἀναμονῇ τῆς νέας προσθήκης εἰς τὴν σειρὰν Ποιήσεως τῶν ἐκδόσεων.
Ἐκ τῆς «Καταβάσεως»
Ἥτις σοι κρύπτεται ἀμίλητη ἐντὸς τοῦ μεγάρου τοῦ Βίου
σέ περιμένει διὰ ’νὰ ἔλθῃς φωνὴν εἰς καρδίαν ’νὰ φέρῃς,
σέ περιμένει ’νὰ σώσῃς αὐτὸν ἀπὸ χρόνιον ἄλγος
καὶ μετὰ σοῦ τὴν πνοὴν ’ν’ ἀποκτήσῃ, τὴν νέαν ἀγάπην.
Θὰ εἶνε ἡ ἀγάπη ὡσὰν στέγη εἰς τῶν χρόνων τ’ ἀπέραντα πλήθη,
θὰ εἶνε ἡ ἀγάπη τὰς γλώσσας τοῦ Κόσμου κατέχουσα πάσας.
Ἥλιος πρῶτος αἰώνων φωτίζει τὸ πρόσωπον ταύτης.
Σύ νυν προχώρει εἰς χαρὰς καινουργεῖς· ἀναμνήσθητι τότε:
Κύκλος τὰ πράγματα, κέντρον ἐχεις, περιφέρειαν γράφουν·
ἅπαν – καλὸν καὶ κακόν – εἰς φλοιὸν τοῦ σαρκίου προσκρούει·
πόνον παρέχουν προσέτι καὶ ἀγάπης καί δόξης προσκρούσεις.
Εἰς ἐπικράτειαν σὺ τῆς ἀγάπης ἐκ νέου θὰ εἰσέλθῃς.
Τότε θὰ ἑνίσῃς θυμὸν μετὰ πνεύματος διὰ τοῦ ἑτέρου,
σῆμα ὑπερβαῖνον τοῦ χώματος ἀκινησίαν -θανάτου.
Κατάβασις
pa_μορφή: ἔντυπη
Ἀπὸ τὸν «Σόλωνα»
Βαρειόμοιρέ μου Φοίνικα, πουλί μου ἐσὺ καημένο,
μὲ τὰ πυρά σου πούπουλα καὶ τὴ θερμή σου ἀνάσα
π᾽ ὅλο καὶ κατακαίγεσαι καὶ μές ἀπὸ τὶς στάχτες
ξαναγεννιέσαι ᾽λεύθερος στὰ ὕψη νὰ πετάξῃς,
τὴ δόξα τοῦ Ἄμμωνος Διὸς κ᾽ ἐσύ νὰ κοινωνήσῃς.
Ἀπόκει θένα κατεβῇς στὰ χτίσματα τοῦ ἀνθρώπου
καὶ πρῶτο-πρῶτο θεναὐρῇς τοῦ Χέωπος τὸν τάφο
ποὺ ἡ κορυφή του στέκεται στὴν ἄκρη τῆς ἐρήμου
ρίχνοντας ἥσκιο φοβερόν στοῦ Νείλου τὴν κοιλάδα.
Ἐσύ πεφτοσηκώνεσαι στῶν ζωντανῶν τὸν Κόσμο,
ἐκεῖνος ἔχει γιὰ αἴγλη του τὰ βάθη τῶν διαδρόμων.
Ἐσύ πετᾶς καὶ χάνεσαι μές στ᾽ οὐρανοῦ τὰ πλάτη,
ἐκεῖνος μές στὰ χρυσαφιὰ τὴ Στύγα κατοπτεύει.
Ἐσύ μές τοὺς ἀγέρηδες μὲ τ᾽ ἁπλοφτέρουγά σου,
ἐκεῖνος παρακάθεται στοὺς δικαστὲς τοῦ ᾍδου.
Σόλων
pa_μορφή: ἔντυπη
Κατάβασις: Προοίμιον
Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος
Ἡ ἐμμορφιὰ ἐντὸς κρατεῖ τὸ ἦθος,
τ᾽ ἄναρχον, τὸ ἀνάλλαγον, τὸ αἰώνιο,
τὸ ἀπάτητο τοῦ θείου λόγου βύθος.
Δὲν ἔχει χρεία κύκλιο κι ὀρθογώνιο
λόγου σκουτάρι ὅπου ὁ θνητὸς ὑψώνει
σὰν ᾽μπρός του ἐφάνη ζεῦγος καταχθόνιο:
Ὁ θεριστὴς μὲ τ᾽ ἄτι ὅντες ζυγώνῃ,
φράζεται μὲ τειχιά, δόξες καὶ νόμους,
καμώνεται τὸν ἥσκιο ὅπου πετρώνει.
Τὸ κάλλος δὲ ζητάει καιροὺς καὶ χρόνους,
χύνετ᾽ ἐκ τὴν ἀείῤῥοη πρωτοκρήνη
φτάνει ὥσμε τὴν ψυχὴ ἀπὸ μύριους δρόμους.
Μολεύεται ὡς κυλᾶ μὰ ὅ,τι θὰ μείνῃ,
ἀλήστου γεύσεως νέκταρ, τὸ γνωρίζει,
προσγονατίζει, ἀχόρταγη, καὶ πίνει.
Τ᾽ ὥρηον οὐδείς τοῦ Γίγνεσθαι θεσπίζει
μήτε τοῦ κεντρικοῦ πυρὸς ἡ ἑστία·
φωτόβροχο τοῦ Ἑνός τὸ πᾶν ῥαντίζει.
Ἕδρες, σχολές, κατώγια καὶ γραφεῖα
ματαίως ἱδροκοποῦν νὰ τὸ μορφώσουν
μὲ μῆτρες, μανιφέστα κι ἄλλ᾽ ἀστεῖα.
Πῶς τὴ βροχὴ νὰ λιθοπεριζώσουν,
τὸ σύγνεφο πῶς ν᾽ ἁλυσοδαμάσουν,
κάθε ἀρετὴ ἐνέχει τί νὰ ὀρθώσουν.
Ὄντα χτιστά, καίγονται ν᾽ ἀπεικάσουν
μ᾽ ἥσκιους μέσ᾽ στὸ ψυχρὸ σπηληοντουβάρι
τὰ αἰθέρια, καὶ τὸν οὐρανὸ ἀποτάσσουν.
Τὸ κάλλος δὲν μετριέται μὲ καντάρι,
μακρόθε ἀναβοσβήνει θεῖος φάρος
κι ὁρίζει στὴν ψυχὴ ποιὰ ὁδὸ νὰ πάρῃ.
Προμάντεμμα μιᾶς γῆς μὲ δίχως βάρος
καὶ πρωταυγὴ ὅπου δὲν θὰ στερνοδύσῃ,
περβόλι ἀμάραντο, φαντὸ στὸ θάῤῥος.
Θρασίμι ἐκεῖ δὲ μέλλει νὰ βαδίσῃ,
κεῖ αὐγάζει τὸ βασίλειο τῶν γενναίων,
κ᾽ εἰς κάθε ἀσχήμια ἡ πύλη εὐθύς θὰ κλείσῃ.
Εἷς νόμος κεῖ, τῶν ἀληθῶς ὡραίων,
τῶν ὄντως ὄντων, τῶν ἀεινῦν μαρμαίρουν,
τὸ ἐκμαγεῖο ἁπάντων τῶν σπουδαίων.
Ἡ τέχνη, ὅλες οἱ τέχνες, νὰ τὸ ξέρουν,
πολιτική, καλλιτεχνία ἢ ἄλλη,
τὸ κάλλος, θεῖο σπινθῆρα, ἐντός των φέρουν.
Πότε ἀγροικήθη ἀλήθεια πλέον μεγάλη
ἀπ᾽ τὴν ἀλήθεια: Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος,
κι ἂν δίχως το, ψεῦδος καὶ καρναβάλι.
Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος
pa_μορφή: ἔντυπη
Πελάγη
Νερὰ γαλανὰ ἁγιασμένα.
Νοσταλγοῦμε τοὺς πύρινους ἀφροὺς
στὴν κορυφὴ τῶν γιγάντιων κυμάτων
ποὺ λούζουν τὴν ντροπαλὴ ἀκτογραμμή.
Νωχελικὰ γλυκαίνουμε τὸν πόνο
τῆς ἐσώκλειστης προσμονῆς
ζωντανεύοντας τὴν ξεχωριστὴ αἴγλη
τῆς αἰώνιας πελαγίσιας κρήνης.
Βουτᾶμε στ᾽ ἄδυτα τῶν θελκτικῶν μυστικῶν
τῶν ὑγρῶν καταφυγίων
μὲ τοὺς πειρατικοὺς παιᾶνες
νὰ ὑμνοῦν τὸν οἶστρο τῆς ἐρωτικῆς ἐλευθερίας.
Πελάγη ἀπροσπέλαστα
οἱ εὐχὲς τοῦ ποντοπόρου μέλλοντος.
Πέλαγος ἀπροσπέλαστο
pa_μορφή: ἔντυπη
Λάμψιν…
Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη,
Χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·
Φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
Κι’ ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.
Τὰ χρόνια τῆς ἀρρώστιας…
νομίζουνε πὼς τώρα δά ξεκίνησαν-μετρᾶνε.
Μὰ πίσω πάει τὸ κακὸ καὶ χρόνους μᾶς παιδεύει.
Ἂν ἀπειλὴ δὲν ἔβλεπα κοντά νὰ στέκῃ τώρα,
θενἄλεγα πὼς ἄρχισε ἀπὸ τὴ γέννησή μας.
Ὅμως θὰ γίνω πρακτικὸς καὶ ψάχνω τὴν πηγή του
τὰ χρόνια ποὔχω θύμηση καὶ πάντα μὲ πληγώνουν.
Γι᾽ αὐτό κ᾽ ἐγὼ λοιπὸν ἐκεῖ! -τραγούδι συνεχίζω:
καὶ μὲ χαρὰ καὶ μὲ γιορτή, καὶ μὲ χαμὸ καὶ θλίψη.
Ἀλήθεια τί μ᾽ ἀπόμεινε νὰ κάμω γιὰ καλό σας,
παρὰ νὰ λέγω τὰ κρυφὰ ποὺ πνέουν στὸν ἀγέρα
καὶ μάρτυράς τους στέκεται ἡ ἀνάσα καθενός μας;
Θὰ συνηθίσουμε ὅλοι μας ὁ,τι μᾶς φανερώθη
καὶ θὰ ξαναγαπήσουμε ν᾽ ἀκοῦμε λόγον ἄλλον
ἀπὸ τὸν ἕνα τὸ λειψὸ τὰ χρόνια τῆς ἀρρώστιας.
Καὶ τί ζητάω γιὰ μένα πιά;: Τὸ λόγο μου τὸν ξέρω –
ὁ ἴδιος μὴ τὸν νοθέψω ἐγώ μ᾽ ἐκεῖνον τοῦ θανάτου.
Δεκαπεντασύλλαβοι
pa_μορφή: ἔντυπη
Ἔρως λυσιμελής: Δελτίο τύπου
ἠδ᾽ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι,
λυσιμελής, πάντων τε θεῶν πάντων τ᾽ ἀνθρώπων
δάμναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν.
Ἡσιόδου Θεογονία, στ. 120-2.
Κυκλοφορεῖ τὸ ἀνθολόγιο: Ἔρως λυσιμελὴς μὲ κείμενα τριάντα δημιουργῶν, ὅπως συμμετεῖχαν στὸν 1ο Λογοτεχνικὸ Διαγωνισμὸ τοῦ ἱστολογίου τέχνης καὶ πολιτισμοῦ koukidaki.gr· τὰ βραβεῖα ἀπενεμήθησαν τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2020.
Στὸν Ἔρωτα λυσιμελῆ φωτίζονται οἱ πολλὲς ὄψεις τοῦ ἔρωτα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀτόμου, στὶς προσωπικὲς σχέσεις, στὴ ζωὴ μιᾶς οίκογένειας καὶ στὴν κοινωνία ὡς πρὸς τὴ λειτουργία καὶ τὶς διάφορες κανονιστικὲς ἐπιταγὲς πρὸς τὰ μέλη της. Ὁ τόμος καλύπτει ἀπὸ ποιητικὴ πρόζα καὶ διήγημα ὥς ἐλεύθερο στίχο καὶ κλασικὴ στιχουργία, παραδίδοντας μιὰν ἐνδεικτικὴ στιγμὴ τῆς σύγχρονης Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας.
Ἔρως λυσιμελής: Ἀνθολόγιο
pa_μορφή: ἔντυπη
Τῶν γονέων μὴ λέγε δικαιότερα
Γονεῖς καὶ γηραιότεροι,
γενιὲς ὁλάκερες ποὺ πέρασαν –
ὅλοι τους γιὰ τὰ προβλήματα ποὺ ζῇς
ἔχουνε πιὰ ἀθῳωθῆ στὸ δικαστήριο τοῦ Χρόνου.
Τὰ κτίσματά τους κ᾽ οἱ φωτογραφίες τους
στέκουνε τώρα πιὰ ὡραϊσμένα, σιωπηλὰ ἐνθύμια
σὲ μιὰ στιγμὴ πρὶν τὴ στιγμὴ ποὺ σὲ χωράει μέσα της,
ἐκείνη τὴν πλέον ἀνεπίστροφὴ γιὰ σένα, δύστυχε κριτή.
Ἀπὸ νεκροὺς καὶ μελλοθάνατους
θένα ζητᾷς εὐθύνη; Δέν κατάλαβες
ὅτι τὸ χῶμα, καθὼς πέφτει ἀμίληκτα,
κάθε ἀνομία καὶ κακία καλύπτει;
Ἄντε… ν᾽ ἀφήσῃ λίπασμα τὸ ἐλάχιστο καλό τους…
K᾽ ὕστερα, στ᾽ ὄργωμα τοῦ τόπου
θὰ κοπιάσουμε, θὰ ματώσουμε,
θὰ κλείσουμε, θὰ σφραγίσουμε τ᾽ ἀφτιὰ
τὰ λόγια νὰ μήν ἀκοῦμε τῆς καταστροφῆς.
Ὅλα θὰ τὰ κάνουμε μὲ τόση θέρμη,
ὥστε τὸ θὰ ἀποκατεστημένο πιὰ
θὰ δηλώνῃ καὶ δέ θὰ κοροϊδεύῃ.
Αὐτά θὰ λέμε στὰ μισὰ τοῦ δρόμου
γαλήνια πιστεύοντάς τα κιόλας.
(Θέλει καὶ λίγη ἀφέλεια προσποιητή,
γιὰ ν᾽ ἀποκοιμίζωνται τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα,
ὅταν παραπονοῦνται στὴ σκληρή ἐργασία.)
Ὅλα, λοιπόν, θὰ τὰ ἐπιχειρήσουμε.
Γιατὶ εἴτε πίσω ἐδῶ ξεμείναμε
εἴτε μαρτυρικά ἐννοήσαμε πὼς
δεμένη ἡ μοῖρα μας βυθίζεται
ὡς νέα ἄγκυρα στὸν παληὸ βυθό.
Μὰ τὴν ὥρα τοῦ ἐφελκυσμοῦ,
σὰ θἄχουμε κ᾽ ἐμεῖς σκουριάσει,
εὐχή μᾶς δίνω καὶ κατάρα
πρῶτο στὸ νοῦ μας νἄχουμε
πὼς ὅ,τι ἄξιο κι ἂν στήσαμε,
τοῦ Κόσμου τὸ πρόβλημα
ποτέ μας δὲν τὸ λύσαμε·
κληρονομιά τὸ ἀφήσαμε
στὸ νέο καὶ γενναῖο
γιὰ νἄχῃ νὰ ὀνειρεύεται,
γιὰ νἄχῃ καὶ νὰ φτειάχνῃ.
Σόλων
pa_μορφή: ἔντυπη
Ἴχνος στὸν πυθμένα
[Ἀπὸ τὸν Σόλωνα: Πολιτικό Ἐπισκέπτη Σοφὸ τοῦ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου.]
Ἀπὸ μιὰν ἀκτὴ στὴν ἄλλην,
προχωροῦσε τὸ πλοῖο·
ἂν κάνῃ καὶ ξεφύγῃ,
τὸ δρόμο του θὰ χάσῃ.
Τὴν Παλαιστίνη ἀφήνει
καὶ πάει γιὰ Φοινίκη.
Τώρα περνᾶ τὴν Τύρο
καὶ στρίβει γιὰ τὴν Κύπρο.
Μές στὰ ὕδατα σὰν κάτι
νὰ κινῆται στὰ βάθη –
σὰ νὰ σκοτώνῃ ὁ Φοῖβος
τὸν Πύθωνα μὲ βέλη
καὶ ν᾽ ἀποθέτῃ κάτω
τὸ σκοτωμένο σῶμα.
Ἀπ᾽ τὶς πληγές του βγαίνει
τὸ σαπισμένο τὸ αἷμα.
Λεπτοφυές ἀργοκυλᾶ
προλέγοντας ζητήματα
τοῦ μέλλοντος·
προλέγοντας ζητήματα
λεπτοφυές ἀργοκυλᾶ.
Σόλων
pa_μορφή: ἔντυπη
Οἰκιστής
[Ἀπὸ τὸν Σόλωνα: Πολιτικό Ἐπισκέπτη Σοφὸ τοῦ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου.]
Ἔφτασα στὴν Κύπρο -ὡραία νῆσος! Μὲ φιλοξένησε καὶ μὲ «φίλεψε» ὁ Φιλόκυπρος, βασιλιᾶς ἐκεῖ τῆς Αἰπείας κοντὰ στὸν Κλάριο ποταμό. Θυμόταν τὸ Δημοφῶντα τοῦ Θησέως ποὺ θεμελίωσε τὴν πόλη. Μὲ συμπάθησε. Μοῦ φέρθηκε πολύ καλὰ καὶ πῶς νὰ τὸν ἀφήσω ἔτσι;.. Ἔπρεπε νὰ βοηθήσω κ᾽ ἐγώ σὲ κάτι.
Ἡ πόλη – ὄμορφη, δέ λέω… – βρισκόταν σὲ λάθος σημεῖο. Ἄχ, Δημοφῶντα πατριώτη! Ἀντὶ νὰ κατεβῇς κάτω στὴν εὔφορη πεδιάδα, μοῦ ἀνέβασες τὴν πόλη ψηλά… Εἶδα κι ἀπόειδα νὰ πείσω τὸ Φιλόκυπρο κάτω νὰ τήνε φέρῃ.
Ὁ ἴδιος ἐπέβλεψα τὴ μετοικεσία. Συνέρρευσαν ἀπὸ τὶς γειτονικὲς περιοχές· ἔγινε ἀντικείμενο φθόνου ἡ ἐπικράτεια τοῦ φίλου Φιλοκύπρου. Πρὸς τιμήν μου, λένε πιὰ τὴν πόλη Σόλους. Εὐχήθηκα μὲ μιὰν ἐλεγεία, σὰν ἔφευγα, νὰ ζῇ καὶ νὰ βασιλεύῃ ἔτη πολλά ὁ Φιλόκυπρος κ᾽ ἡ γενιά του. Ἡ Κύπρις Ἀφροδίτη εἶπα νὰ τοὺς φυλάῃ καὶ νὰ μοῦ δώσῃ καλὸ γυρισμὸ στὴν πατρίδα.
Καθὼς ἔφευγα ἀπὸ τὴ νῆσο, κοίταζα τὸ μέτωπο τῆς παραλίας: Θεόμορφος τόπος, τῷ ὄντι, μὲ τὶς καλλίγραμμες τὶς νύμφες τοῦ Κλαρίου νὰ κατηφορίζουν ἀπ᾽ τὰ βουνὰ στὴ θάλασσα. Θνητὸς νὰ μή βρεθῇ γιὰ πολὺ νὰ κόψῃ στὰ δυό τὴν πομπὴ ἐτούτη ἐδῶ! Θνητὸς νὰ μή βρεθῇ στὰ δυό τὴν καρδιὰ τῆς νήσου νὰ μοιράσῃ! Ἀλλ᾽ ἀφανεῖς οἱ σκέψεις τῶν θεῶν..- ποιός ξέρει τί βάσανα θὰ φέρουνε στὰ μύρια τῶν ἐτῶν ποὺ θἄρθουνε;.. Καὶ τί καλὰ πάνω στ᾽ ἄσχημα;..
Σόλων
pa_μορφή: ἔντυπη
Ὦ ἄνθρωπε…
Ὦ ἄνθρωπε, ἄνθρωπε, πάντα παιδί μές στὸν Κόσμο θὰ στέκῃς:
νήπιο θἆσαι στὸ νοῦ -γέρος πολύ στὸ κορμί.
Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος,
Σόλων: Πολιτικός Ἐπισκέπτης Σοφός,
Τὸ ἐπίγραμμα τῆς Ἱστορίας.
Ἀπὸ τὸν «Μαρτῖνο Λούθηρο»
Εἶμ᾿ ἕνα ἑρπετό.
Κάθομαι πάνω σὲ μιὰ πέτρα.
Τὸ βλέμμα μου στραμμένο στὸ Σύμπαν.
Κάθε ἴνα μές στὴ σάρκα τοῦ ἑρπετοῦ ποθεῖ τὸν Κόσμο.
Η σάρκα ποθεῖ τὸ Σύμπαν, μὰ καὶ τὸ Σύμπαν ποθεῖ ἐμένα…
Ἀπὸ τὸν Μαρτῖνο Λούθηρο τῆς Maria Tryti Vennerød
σὲ πρώτη διεθνῆ κυκλοφορία.
Ἀπὸ τὸν «Ἐνὼχ Ἄρντεν»
Εὐηρέστησεν Ἐνὼχ τῷ θεῷ
καὶ οὐχ ηὑρίσκετο,
ὅτι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ θεός.
Γένεσις Ε΄ 24.
Ἐνὼχ Ἄρντεν
pa_μορφή: ἔντυπη
«Τοῖς πολίταις…» ἀπὸ τὸν «Σόλωνα»
Τοῖς πολίταις μὴ θρασύνου.
Σόλων
pa_μορφή: ἔντυπη
«Μὴ ψεύδου, ἀλλ᾽ ἀλήθευε» ἀπὸ τὸν «Σόλωνα»
Τὴ νύχτα, ὕπνος δέν τὸν ἔπιανε καὶ στριφογύριζε.
Τὰ ξημερώματα σηκώθηκε -πῆγε στὸν καθρέφτη.
Στάθηκε καὶ κοίταζε μές στὸ εἴδωλο τὸ κάθετί
Ἔπιασε αὐστηρά -ρωτοῦσε ἐπίμονα: «Ἀληθεύεις;
Εἶσαι, πράγματι, αὐτός ποὺ λές στοὺς ἄλλους;
Ἀπάντα! Μή σωπαίνῃς!» Τίποτα δὲν ξέφευγε·
τὴν ὅποια σύσπαση ἐπόπτευε τοῦ δέρματος.
«Κάτι καταφέρνεις… Προχώρα: Μή ψεύδεσαι,
ἀλλ᾽ ἀλήθευε. Ἀλήθευε καὶ γνώριζε, καθρέφτη μου,
ὅτι τὸ πρότυπο τὸν τρόπο τὸ δικό σου κρίνει.»