Ὁ ἥρως ὑπαντᾷ πρὸ τοῦ ποταμοῦ τῆς Λήθης τὸ εἴδωλον αὐτοῦ καὶ συνδιαλέγεται τούτῳ.
Ετικέτα: ποίηση
Τὰ χρόνια τῆς ἀρρώστιας…

νομίζουνε πὼς τώρα δά ξεκίνησαν-μετρᾶνε.
Μὰ πίσω πάει τὸ κακὸ καὶ χρόνους μᾶς παιδεύει.
Ἂν ἀπειλὴ δὲν ἔβλεπα κοντά νὰ στέκῃ τώρα,
θενἄλεγα πὼς ἄρχισε ἀπὸ τὴ γέννησή μας.
Ὅμως θὰ γίνω πρακτικὸς καὶ ψάχνω τὴν πηγή του
τὰ χρόνια ποὔχω θύμηση καὶ πάντα μὲ πληγώνουν.
Γι᾽ αὐτό κ᾽ ἐγὼ λοιπὸν ἐκεῖ! -τραγούδι συνεχίζω:
καὶ μὲ χαρὰ καὶ μὲ γιορτή, καὶ μὲ χαμὸ καὶ θλίψη.
Ἀλήθεια τί μ᾽ ἀπόμεινε νὰ κάμω γιὰ καλό σας,
παρὰ νὰ λέγω τὰ κρυφὰ ποὺ πνέουν στὸν ἀγέρα
καὶ μάρτυράς τους στέκεται ἡ ἀνάσα καθενός μας;
Θὰ συνηθίσουμε ὅλοι μας ὁ,τι μᾶς φανερώθη
καὶ θὰ ξαναγαπήσουμε ν᾽ ἀκοῦμε λόγον ἄλλον
ἀπὸ τὸν ἕνα τὸ λειψὸ τὰ χρόνια τῆς ἀρρώστιας.
Καὶ τί ζητάω γιὰ μένα πιά;: Τὸ λόγο μου τὸν ξέρω –
ὁ ἴδιος μὴ τὸν νοθέψω ἐγώ μ᾽ ἐκεῖνον τοῦ θανάτου.

Δεκαπεντασύλλαβοι
pa_μορφή: ἔντυπη
Ἔρως λυσιμελής: Δελτίο τύπου

ἠδ᾽ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι,
λυσιμελής, πάντων τε θεῶν πάντων τ᾽ ἀνθρώπων
δάμναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν.
Ἡσιόδου Θεογονία, στ. 120-2.
Κυκλοφορεῖ τὸ ἀνθολόγιο: Ἔρως λυσιμελὴς μὲ κείμενα τριάντα δημιουργῶν, ὅπως συμμετεῖχαν στὸν 1ο Λογοτεχνικὸ Διαγωνισμὸ τοῦ ἱστολογίου τέχνης καὶ πολιτισμοῦ koukidaki.gr· τὰ βραβεῖα ἀπενεμήθησαν τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2020.
Στὸν Ἔρωτα λυσιμελῆ φωτίζονται οἱ πολλὲς ὄψεις τοῦ ἔρωτα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀτόμου, στὶς προσωπικὲς σχέσεις, στὴ ζωὴ μιᾶς οίκογένειας καὶ στὴν κοινωνία ὡς πρὸς τὴ λειτουργία καὶ τὶς διάφορες κανονιστικὲς ἐπιταγὲς πρὸς τὰ μέλη της. Ὁ τόμος καλύπτει ἀπὸ ποιητικὴ πρόζα καὶ διήγημα ὥς ἐλεύθερο στίχο καὶ κλασικὴ στιχουργία, παραδίδοντας μιὰν ἐνδεικτικὴ στιγμὴ τῆς σύγχρονης Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας.

Ἔρως λυσιμελής: Ἀνθολόγιο
pa_μορφή: ἔντυπη
Οἰκιστής

[Ἀπὸ τὸν Σόλωνα: Πολιτικό Ἐπισκέπτη Σοφὸ τοῦ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου.]
Ἔφτασα στὴν Κύπρο -ὡραία νῆσος! Μὲ φιλοξένησε καὶ μὲ «φίλεψε» ὁ Φιλόκυπρος, βασιλιᾶς ἐκεῖ τῆς Αἰπείας κοντὰ στὸν Κλάριο ποταμό. Θυμόταν τὸ Δημοφῶντα τοῦ Θησέως ποὺ θεμελίωσε τὴν πόλη. Μὲ συμπάθησε. Μοῦ φέρθηκε πολύ καλὰ καὶ πῶς νὰ τὸν ἀφήσω ἔτσι;.. Ἔπρεπε νὰ βοηθήσω κ᾽ ἐγώ σὲ κάτι.
Ἡ πόλη – ὄμορφη, δέ λέω… – βρισκόταν σὲ λάθος σημεῖο. Ἄχ, Δημοφῶντα πατριώτη! Ἀντὶ νὰ κατεβῇς κάτω στὴν εὔφορη πεδιάδα, μοῦ ἀνέβασες τὴν πόλη ψηλά… Εἶδα κι ἀπόειδα νὰ πείσω τὸ Φιλόκυπρο κάτω νὰ τήνε φέρῃ.
Ὁ ἴδιος ἐπέβλεψα τὴ μετοικεσία. Συνέρρευσαν ἀπὸ τὶς γειτονικὲς περιοχές· ἔγινε ἀντικείμενο φθόνου ἡ ἐπικράτεια τοῦ φίλου Φιλοκύπρου. Πρὸς τιμήν μου, λένε πιὰ τὴν πόλη Σόλους. Εὐχήθηκα μὲ μιὰν ἐλεγεία, σὰν ἔφευγα, νὰ ζῇ καὶ νὰ βασιλεύῃ ἔτη πολλά ὁ Φιλόκυπρος κ᾽ ἡ γενιά του. Ἡ Κύπρις Ἀφροδίτη εἶπα νὰ τοὺς φυλάῃ καὶ νὰ μοῦ δώσῃ καλὸ γυρισμὸ στὴν πατρίδα.
Καθὼς ἔφευγα ἀπὸ τὴ νῆσο, κοίταζα τὸ μέτωπο τῆς παραλίας: Θεόμορφος τόπος, τῷ ὄντι, μὲ τὶς καλλίγραμμες τὶς νύμφες τοῦ Κλαρίου νὰ κατηφορίζουν ἀπ᾽ τὰ βουνὰ στὴ θάλασσα. Θνητὸς νὰ μή βρεθῇ γιὰ πολὺ νὰ κόψῃ στὰ δυό τὴν πομπὴ ἐτούτη ἐδῶ! Θνητὸς νὰ μή βρεθῇ στὰ δυό τὴν καρδιὰ τῆς νήσου νὰ μοιράσῃ! Ἀλλ᾽ ἀφανεῖς οἱ σκέψεις τῶν θεῶν..- ποιός ξέρει τί βάσανα θὰ φέρουνε στὰ μύρια τῶν ἐτῶν ποὺ θἄρθουνε;.. Καὶ τί καλὰ πάνω στ᾽ ἄσχημα;..

Σόλων
pa_μορφή: ἔντυπη
Ἡ ἔναρξη τοῦ «Ἐνὼχ Ἄρντεν»

Σειρὲς μακριές μὲ βράχια ἔχουνε φτειάξει χάσμα
καὶ μές στὸ χάσμα ἀφρὸς καὶ κίτρινη ἄμμος·
στὸ βάθος στέγες κόκκινες σὲ στενή ἀποβάθρα
πλάι-πλάι· παραπέρα, ἕνα ἐκκλησάκι· πιό πάνω
δρόμος μακρύς πρὸς ἕναν ψηλό, σὰν πύργο, μύλο·
παραπίσω στὸν ὁρίζοντα σταχτὴς ἀμμόλοφος
μὲ τάφους Δανικούς· ἐκεῖ δασάκι ἀπὸ φουντουκιὲς
ποὺ στοιχειώνεται ἀπὸ φθινοπωρινοὺς συλλέκτες
καὶ καταπράσινο, ἀνθίζει στὴν κατηφοριά…
Στὴν παραλία τούτη – πᾶν ἑκατὸ χρόνια –
τρία παιδιὰ ἀπὸ τρία σπίτια: ἡ Ἄννα Λή,
ἡ ὀμορφότερη κοπέλα στὸ λιμάνι ὁλάκερο,
ὁ Φίλιππος Ρέυ, ὁ μοναχογιὸς τοῦ μυλωνᾶ,
κι ὁ Ἐνὼχ Ἄρντεν, τὸ παλληκάρι ἑνὸς ναύτη
σὲ ναυάγιο σκοτωμένου, παίζανε μαζὶ
μές σὲ σκουπίδια καὶ σὲ σανίδες πεταμένες,
σὲ καραβόσκοινα, στὰ δίχτυα τῶν ψαράδων,
σ᾽ ἄγκυρες ὅλο σκουριά, σὲ βάρκες ἔξω τραβηγμένες·
παλάτια χτίζανε οἱ τρεῖς τους πάνω στὴν ἄμμο
καὶ βλέπαν πῶς πλημύριζαν χαλῶντας τα
τ᾽ ἄσπρο κῦμα, σὰν αὐτὸ καθημερνὰ
ἔσβηνε τὶς μικρὲς πατημασιές τους.
Κάτω ἀπ᾽ τὰ βράχια βρισκότανε στενὴ σπηλιά·
τὴν εἶχαν τὰ παιδιὰ γιὰ νοικοκυριὸ καὶ παίζαν:
Ἦταν ὁ Ἐνὼχ μιὰ μέρα ὁ νοικοκύρης, ὁ Φίλιππος τὴν ἄλλη
καὶ π ά ν τ α ἡ Ἄννα, ἡ κυρά· μὰ κάποτε
ἤθελε ὁ Ἔνώχ «ἰδιοκτήτης» νάναι μ ι ὰ β δ ο μ ά δ α:
«Αὐτό εἰναι τὸ σπίτι μου, κι αὐτή εἰν᾽ ἡ κοπελιά μου!»
«Καὶ δικιά μου!», ἔλεγε ὁ Φίλιππος. «Μὲ τὴ σειρά!..»
Ὁ Ἐνώχ, ὅταν μαλώνανε, σὰν πιό χεροδύναμος,
νικοῦσε καὶ τοῦ Φίλιππου τὰ γαλανά τὰ μάτια
γεμίζανε μὲ δάκρυα θυμωμένα κι ἀβοήθητος
φώναζε: «Σὲ μ ι σ ῶ, Ἐνώχ!»· μὰ τότε
ξεκίναγε νὰ κλαίῃ ἡ μικρὴ νοικοκυρά –
ἱκέτευε – γιὰ χάρη της! – νὰ μή μαλώνουνε·
κ᾽ ἔλεγε πὼς καί τῶν δ υ ό τους θάναι νύφη.
Μά, σὰν ἡ αὐγὴ τῶν παιδικῶν τῶν χρόνων ἔφυγε
καὶ τὴ νέα θερμότητα τοῦ ἀνερχόμενου ἥλιου τῆς ζωῆς
ἔνοιωσε καθείς, κ᾽ οἱ δ υ ό τους ἐρωτευτήκανε
τὸ ἴ δ ι ο αὐτὸ κορίτσι. Πρῶτος μίλησε ὁ Ἐνώχ,
ὅμως ὁ Φίλιππος τὴν ἀγαποῦσε σιωπηλά· καὶ τὸ κορίτσι
φαινότανε νὰ συμπαθῇ περσότερο τὸ Φίλιππο,
μὰ τὸν Ἐνώχ ἀγάπαγε… χωρίς νὰ τὸ γνωρίζῃ…
Κι ἂν τὴ ρωτοῦσαν, θὰ τὸ ἀρνιόταν! Κ᾽ ἔβαλε ὀ Ἐνὼχ
ἕνα σκοπὸ στὸ νοῦ του μέσα πρῶτο:
ὅ,τι κι ἂν κέρδιζε στὴν ἄκρη νὰ τὸ βάζῃ
καὶ ν᾽ ἀγοράσῃ βάρκα καὶ σπιτικὸ νὰ στήσῃ
γιὰ τὴν Ἄννα. Πρόκοψε λοιπὸν στὸ τέλος,
γιατὶ τυχερώτερος καὶ τολμηρότερος ψαρᾶς,
στὰ δύσκολα προσεκτικώτερος, κανένας δὲν ἀνάσαινε
γιὰ λεῦγες πόσες σὲ τοῦτο τ᾽ ἀκρογιάλι
ἐκτός ἀπ᾽ τὸν Ἐνώχ… Ἐργάστηκε ἕνα χρόνο
ὡς ἔμπορος σὲ πλοῖο κ᾽ ἔγινε μὲ τὸν καιρὸ
ναύτης πρώτης. Τρίς ἐγλύτωσε τὴ ζωή του
ἀπ᾽ τῆς θάλασσας τὰ τρομερά τὰ ρεύματα
κι ὅλοι τὸν κοίταζαν μὲ δέος καὶ μ᾽ ἀγάπη…
Προτοῦ πατήσῃ τὸ Μάη στὰ εἴκοσι ὀχτώ του,
ἀγόρασε δικιά του βάρκα κ᾽ ἔχτισε τὸ σπίτι
γιὰ τὴν Ἄννα, σὰ μιὰ φωλιὰ χαρούμενη, στὴ μέση
τοῦ δρόμου τοῦ στενοῦ ποὺ πήγαινε στὸ μύλο.

Ἐνὼχ Ἄρντεν
ΕΞΗΝΤΛΗΘΗ Η Β΄ΕΚΔΟΣΙΣ· ΣΥΝΤΟΜΩΣ ΕΝ ΕΜΠΟΡΙῼ Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΕΙΣΑ Γ΄.
Σειρὲς μακριές μὲ βράχια ἔχουνε φτειάξει χάσμα
καὶ μές στὸ χάσμα ἀφρὸς καὶ κίτρινη ἄμμος·
στὸ βάθος στέγες κόκκινες σὲ στενή ἀποβάθρα
πλάι-πλάι· παραπέρα, ἕνα ἐκκλησάκι· πιό πάνω
δρόμος μακρύς πρὸς ἕναν ψηλό, σὰν πύργο, μύλο·
παραπίσω στὸν ὁρίζοντα σταχτὴς ἀμμόλοφος
…
Γιὰ τὸν Alfred Tennyson

Ὁ ποιητὴς γεννήθηκε στὶς 6 Αὐγούστου 1809 στὸ Σόμερσμπυ τοῦ Λίνκολνσάιρ στὴν Ἀγγλία.
Τὸ 1823-4 γράφει τὸ πρῶτο του ἔργο: μιὰ μίμηση ἐλισαβετιανοῦ δράματος, τὸ Διάολο καὶ τὴν κυρά του. Τὸ 1827 ἐκδίδει τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογή: Ποιήματα ἀπὸ δυὸ ἀδέρφια, μαζὶ μὲ στίχους τοῦ ἀδερφοῦ του Τσάρλς. Τὴν ἴδια χρονιὰ εἰσέρχεται στὸ Κολλέγιο τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Καίμπριτζ.
Tὸ 1829 κερδίζει τὸ χρυσὸ μετάλλιο τῆς Καγκελλαρίας μὲ τὸ ποίημά του Τιμπουκτού.
Τὸ 1830 ἐκδίδεται ἡ δεύτερη συλλογή του· δυὸ χρόνια ἀργότερα ἀκολουθεῖ ἡ τρίτη, τὸ 1842 ἡ τέταρτη. Τὸ 1847 δημοσιεύεται ἡ Πριγκήπισσα.
Τὸ 1850 νυμφεύεται τὴν Ἔμιλυ Σέλλγουντ, ἐκδίδει ἀνωνύμως τὸ In memoriam κι ὁρίζεται Poet laureate («ποιητὴς στὶς ὑπηρεσίες τοῦ κράτους»). Τὸ 1852 ἐκδίδει τὴν ᾨδὴ γιὰ τὸ θάνατο τοῦ δούκα τοῦ Οὐέλλινγκτον. Τὸ 1854 γεννιέται ὁ γιός του Λάιονελ. Ἔπειτα ἀπὸ ἕνα ἕτος ἐκδίδει τὸν Μῶντ κι ἄλλα Ποιήματα. Τὸ 1859 ἀκολουθοῦν τὰ Εἰδύλλια τοῦ Βασιλιᾶ.
Τὸ 1862 πρωτοσυναντάει ἐπισήμως τὴ βασίλισσα Βικτωρία.
Τὸ 1864 ἐκδίδεται ὁ Ἐνὼχ Ἄρντεν· ὕστερα ἀπὸ πέντε χρόνια, Τὸ ἱερὸ δισκοπότηρο κι ἄλλα ποιήματα· ἔπειτα ἀπό ‘να χρόνο, Ἡ χήρα. Τὸ 1872 ἀκολουθεῖ τό: Γκάρεθ καὶ Λυνέττ, ἐνῷ τὸ 1875 τὸ δρᾶμα Βασίλισσα Μαίρη, τὸ ὁποῖο παριστάνεται τὴν ἑπόμενη χρονιά. Τὸ 1876 ἐκδίδει τὸν Χάρολντ.
Τὸ 1880 ἐκδίδει τὶς Μπαλλάντες κι ἄλλα ποιήματα καὶ τὸ 1884 Τὸ κύπελλο καὶ τὸ γεράκι, τὸν Μπέκετ κ’ ἕνα χρόνο ἀργότερα τὸν Τειρεσία κι ἄλλα ποιήματα. Τὸ 1889 ἐκδίδεται ἡ Δήμητρα κι ἄλλα ποιήματα· ἕνα χρόνο μετά, μὲ τὴ βοήθεια τῆς πρωτοεμφανιζόμενης τεχνολογίας τοῦ Ἔντισον, μαγνητοφωνεῖ ποιήματά του.
Τὸ 1899 πεθαίνει στὸ Ἄλντγουορθ.

Maria Tryti Vennerød

Γεννήθηκε στὶς 17/01/1978.
Ἔλαβε προπτυχιακὸ τίτλο σπουδῶν (International baccalaureate) ἀπ᾿ τὸ L. B. Pearson UWC στὴ Νῆσο Βανκοῦβερ τοῦ Καναδᾶ (1995-7) καὶ σπούδασε Δρᾶμα, Δραματουργία κ᾿ Ἐπικοινωνία τοῦ Θεάτρου στὴν Ἀνώτερη Σχολὴ τοῦ Ὄσλο (1997-9). Ἔλαβε μεταπτυχιακὸ τίτλο (master) στὸ Σκηνικὸ Κείμενο ἀπ᾿ τὴν Ἀνώτερη Σχολὴ Τεχνῶν τοῦ Ὄσλο.
Θεατρικά της ἔργα: Ὁ ἀγριόγαλος τοῦ Γιούστενταλ, νεραϊδομιούζικαλ γιὰ τὸ κορίτσι ποὺ γλύτωσε τὸ Μαῦρο Θάνατο (ὑπὸ ἐπεξεργασία, προγραμματισμένη πρεμιέρα: Sogn og Fjordane Teater, φθινόπωρο 2019)· Γολιάθ (Vega scene, Δεκέμβριος 2018)· Χιονάτη, τὸ κορίτσι στὸν καθρέφτη (μιούζικαλ, Det Norske Teater, κεντρικὴ σκηνή, 2017)· Μαρτῖνος Λούθηρος (ἐνορία τοῦ Τέιεν, Ὄσλο, 2017)· Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – Νύχτα στὸν Κόσμο (συνεργασία μὲ 4 συγγραφεῖς, διάρκειας 8 ὡρῶν, Det Norske Teater, κεντρικὴ σκηνή, 2016)· Between two rocks (Βανκοῦβερ 2016)· Ὁ ὁραματιστής (συμμετοχὴ διαφόρων συγγραφέων, Blackbox, 2015)· Πέντε ἐποχές (Det Norske Teater, 2013)· Ἡ Βίβλος (ὁμαδικὴ ἐργασία 6 συγγραφέων, διάρκειας 6 ὡρῶν, Det Norske Teater, κεντρικὴ σκηνή, 2014)· Τὸ κορίτσι τῆς Γῆς (Blackbox 2013)· Καμμία ἄμεση ἐπαφή (Cappelen Damm/Dramatikkens Hus, 2012, βραβεῖο Hedda 2012)· Ἐξομολόγηση (Schaubühne, Berlin, 2011)· Ἐθνικὴ δοκιμασία (Rogaland Teater, 2011, βραβεῖο Eurodram)· Θέλω νἄχω ἕνα χειρόγραφο (γιὰ τὰ ἐγκαίνια τοῦ Drammatikkens Hus, 2010)· Neverland (Det Norske Teater, 2010)· Μιὰ τελευταία ἁγιοσύνη (ὑπὸ τὴ διεύθυνση τῆς Ἐθνικῆς Ββιβλιοθήκης τῆς Νορβηγίας, 2009)· KOK (ὄπερα, Det Åpne Teater, 2009)· Gokk (Blackbox, 2007)· Τὸ τέστ (Norsk Dramatikkfestival, 2006)· Σαφάρι (Blendwerk, 2006)· Ὁ κροκόδειλος (Teater Ibsen, 2006)· Φράνκ (Det Norske Teater, 2005, πρῶτο βραβεῖο Συγγραφῆς Δράματος κατὰ τὴν ἐπέτειο γιὰ τὴ διάλυση τῆς Ἕνωσης Νορβηγίας-Σουηδίας 1905-2005)· Ἡ κυρία στὸ παγκάκι (Norsk Dramatikkfestival 2004)· Περσότερο (Norsk Dramatikkfestival, 2002)· Πάρε με στὰ φτερά (Norsk Dramatikkfestival, 2002).
Ἔχει σκηνοθετήσει τὰ ἔργα της: Gokk (Sogn og Fjordane Teater, 2007)· KOK (Det Åpne Teater, 2008).
Ἐκδοθέντα βιβλία: Δέκα μαχαίρια στὴν καρδιά (ἀνθολογία, Gloria Forlag, 2018)· Γολιάθ (Gloria Forlag, 2018)· Καθάρια φύση (Cappelen Damm, 2016)· Κίνδυνος χιονοστιβάδας (Cappelen Damm, 2014)· Καμμία ἄμεση ἐπαφή – ἡμερολόγιο 16/4-22/6/2012 (Cappelen Damm, 2012)· Ἐθνικὴ δοκιμασία (Cappelen Damm, 2011)· Neverland (Cappelen Damm, 2010)· Gokk (θεατρικὰ ἔργα Gokk, Σαφάρι καὶ Τὸ τέστ, Det Norske Samlaget, 2009)· Περσότερο (θεατρικὰ ἔργα Ἡ κυρία στὸ παγκάκι, Ὁ κροκόδειλος, Πάρε με στὰ φτερά, Περσότερο, Det Norske Samlaget, 2007)· Νέα Νορβηγικὴ δραματουργία (Φρὰνκ σ᾿ ἀνθολογία, Det Norske Samlaget, 2005)· Μαῦρο ἁλάτι καὶ κίτρινες ἀποχρώσεις (τὸ ἔργο Παιδικὴ πίστη σ᾿ ἀνθολογία γιὰ νέους, Gyldendal, 1992).
Μεταφράζει γιὰ τὰ θέατρα: Det Norske Teater, Sogn og Fjordane Teater. Ὑπῆρξε μέλος Δ.Σ. τῆς Νορβηγικῆς Ἕνωσης Δραματουργῶν (Norske Dramatikers forbund, 2006-8) καὶ τοῦ Καταπιστεύματος τῆς Ὦσε Μπύε γιὰ ἀξιόλογους καλλιτέχνες (Aase Byes Legat for fortjente kunstnere, 2017-8).

Γιάννης Ρίτσος, ἀπ’ τή «Ρωμηοσύνη I»

Στὴν προμετωπίδα τῆς ἑπόμενης ἔκδοσης: Φάος ἠελίοιο – Ἥλιου φῶς – Γιὰ τὸ τοπίο τῆς Ἰλιάδος, τοῦ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου [Ἀθήνα 2019, σελ. 9]:
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρό σὰν τὴ σιωπή·
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φ ῶ ς τὶς ὀρφανὲς ἐληές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό -μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἥσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.