Posted on

«Πουθενά παννάκι» ἀπ’ τόν «Ἐνὼχ Ἄρντεν»

BorneoRainforest DSC 9267.JPG
By T. R. Shankar Raman – Own work, CC BY-SA 4.0, Link

Τὸ δεντρόφυτο ὥς τὴν κορυφὴ βουνό,
τὰ δρομάκια π᾽ ἀνέβαιναν στὸν Οὐρανό,
τὰ κλαδιά-λοφία πάνω στὰ δέντρα,
τὶς λάμψεις τῶν πουλιῶν καὶ τῶν ἐντόμων,
τὰ φίδια ποὺ γυαλίζαν τυλιγμένα
στοὺς κορμούς, καὶ τρέχανε σαΐτες
ἀπ᾽ τό ᾽να ἄκρο στ᾽ ἄλλο, μὰ καὶ τὸ φῶς
– τὴ δόξα! – τοῦ τοπίου ποὺ ἁπλωνόταν..-
ὅλα τους τἆδε· μὰ ὅ,τι λαχταροῦσε
καὶ δ έ ν εἰδε, ἦταν μορφὴ ἀ ν θ ρ ώ π ο υ·
μήτε κι ἄκουσε ἀνθρώπινη λαλιά· ἀλλ᾽ ἄκουγε
τὸ μυριόστομο τὸ κρώξιμο ἀπ᾽ τὰ θαλασσοπούλια,
τὸ ἀστραπόβροντο, λεῦγες μακριὰ στοὺς ὕφαλους,
τὸν ψίθυρο τῶν δέντρων σὰν κινοῦνταν
δαρμένα ἀπ᾽ τοὺς ἀνέμους, καὶ τὸν κρότο
ἀπὸ χείμαρο ποὔφτειαχνε τὸ κῦμα,
σὰν κυλοῦσε ὁρμητικά στὴ θάλασσα. Ὁλημερίς
καθότανε συχνὰ κοιτῶντας μές στὸν πόντο,
ὡς ναυαγός, μὴ κ᾽ ἐμφανιστῇ κάνα παννάκι·
μὰ δ έ φαινόταν… Καὶ κάθε μέρα
ἀντίκρυζε τὸν ἥλιο μὲ τὶς κόκκινες ἀχτῖδες του
ἀνάμεσα σὲ φοινικιές, σὲ φτέρες καὶ γκρεμούς,..
τὸ ἀεράκι πέρα στ᾽ ἀνατολικά νερά,
τὸ ἀεράκι πάνω στὸ νησί,..
τὸ ἀεράκι στὰ δυτικά νερά·
ἔπειτα τ᾽ ἄστρα τὰ μεγάλα στὸ στερέωμα,
τὸν βρυχούμενο ὡκεανό, καὶ πάλι
τὶς κόκκινες ἀχτῖδες στὸ ἡλιοβασίλεμα..-
μὰ π ο υ θ ε ν ά παννάκι!..

Posted on

Ἡ ἔναρξη τοῦ «Ἐνὼχ Ἄρντεν»

alfred-tennyson-ενώχ-άρντεν-θεοδόσης-αγγ-παπαδημητρόπουλος

Σειρὲς μακριές μὲ βράχια ἔχουνε φτειάξει χάσμα
καὶ μές στὸ χάσμα ἀφρὸς καὶ κίτρινη ἄμμος·
στὸ βάθος στέγες κόκκινες σὲ στενή ἀποβάθρα
πλάι-πλάι· παραπέρα, ἕνα ἐκκλησάκι· πιό πάνω
δρόμος μακρύς πρὸς ἕναν ψηλό, σὰν πύργο, μύλο·
παραπίσω στὸν ὁρίζοντα σταχτὴς ἀμμόλοφος
μὲ τάφους Δανικούς· ἐκεῖ δασάκι ἀπὸ φουντουκιὲς
ποὺ στοιχειώνεται ἀπὸ φθινοπωρινοὺς συλλέκτες
καὶ καταπράσινο, ἀνθίζει στὴν κατηφοριά…

Στὴν παραλία τούτη – πᾶν ἑκατὸ χρόνια –
τρία παιδιὰ ἀπὸ τρία σπίτια: ἡ Ἄννα Λή,
ἡ ὀμορφότερη κοπέλα στὸ λιμάνι ὁλάκερο,
ὁ Φίλιππος Ρέυ, ὁ μοναχογιὸς τοῦ μυλωνᾶ,
κι ὁ Ἐνὼχ Ἄρντεν, τὸ παλληκάρι ἑνὸς ναύτη
σὲ ναυάγιο σκοτωμένου, παίζανε μαζὶ
μές σὲ σκουπίδια καὶ σὲ σανίδες πεταμένες,
σὲ καραβόσκοινα, στὰ δίχτυα τῶν ψαράδων,
σ᾽ ἄγκυρες ὅλο σκουριά, σὲ βάρκες ἔξω τραβηγμένες·
παλάτια χτίζανε οἱ τρεῖς τους πάνω στὴν ἄμμο
καὶ βλέπαν πῶς πλημύριζαν χαλῶντας τα
τ᾽ ἄσπρο κῦμα, σὰν αὐτὸ καθημερνὰ
ἔσβηνε τὶς μικρὲς πατημασιές τους.

Κάτω ἀπ᾽ τὰ βράχια βρισκότανε στενὴ σπηλιά·
τὴν εἶχαν τὰ παιδιὰ γιὰ νοικοκυριὸ καὶ παίζαν:
Ἦταν ὁ Ἐνὼχ μιὰ μέρα ὁ νοικοκύρης, ὁ Φίλιππος τὴν ἄλλη
καὶ π ά ν τ α ἡ Ἄννα, ἡ κυρά· μὰ κάποτε
ἤθελε ὁ Ἔνώχ «ἰδιοκτήτης» νάναι μ ι ὰ β δ ο μ ά δ α:
«Αὐτό εἰναι τὸ σπίτι μου, κι αὐτή εἰν᾽ ἡ κοπελιά μου!»
«Καὶ δικιά μου!», ἔλεγε ὁ Φίλιππος. «Μὲ τὴ σειρά!..»
Ὁ Ἐνώχ, ὅταν μαλώνανε, σὰν πιό χεροδύναμος,
νικοῦσε καὶ τοῦ Φίλιππου τὰ γαλανά τὰ μάτια
γεμίζανε μὲ δάκρυα θυμωμένα κι ἀβοήθητος
φώναζε: «Σὲ μ ι σ ῶ, Ἐνώχ!»· μὰ τότε
ξεκίναγε νὰ κλαίῃ ἡ μικρὴ νοικοκυρά –
ἱκέτευε – γιὰ χάρη της! – νὰ μή μαλώνουνε·
κ᾽ ἔλεγε πὼς καί τῶν δ υ ό τους θάναι νύφη.

Μά, σὰν ἡ αὐγὴ τῶν παιδικῶν τῶν χρόνων ἔφυγε
καὶ τὴ νέα θερμότητα τοῦ ἀνερχόμενου ἥλιου τῆς ζωῆς
ἔνοιωσε καθείς, κ᾽ οἱ δ υ ό τους ἐρωτευτήκανε
τὸ ἴ δ ι ο αὐτὸ κορίτσι. Πρῶτος μίλησε ὁ Ἐνώχ,
ὅμως ὁ Φίλιππος τὴν ἀγαποῦσε σιωπηλά· καὶ τὸ κορίτσι
φαινότανε νὰ συμπαθῇ περσότερο τὸ Φίλιππο,
μὰ τὸν Ἐνώχ ἀγάπαγε… χωρίς νὰ τὸ γνωρίζῃ…
Κι ἂν τὴ ρωτοῦσαν, θὰ τὸ ἀρνιόταν! Κ᾽ ἔβαλε ὀ Ἐνὼχ
ἕνα σκοπὸ στὸ νοῦ του μέσα πρῶτο:
ὅ,τι κι ἂν κέρδιζε στὴν ἄκρη νὰ τὸ βάζῃ
καὶ ν᾽ ἀγοράσῃ βάρκα καὶ σπιτικὸ νὰ στήσῃ
γιὰ τὴν Ἄννα. Πρόκοψε λοιπὸν στὸ τέλος,
γιατὶ τυχερώτερος καὶ τολμηρότερος ψαρᾶς,
στὰ δύσκολα προσεκτικώτερος, κανένας δὲν ἀνάσαινε
γιὰ λεῦγες πόσες σὲ τοῦτο τ᾽ ἀκρογιάλι
ἐκτός ἀπ᾽ τὸν Ἐνώχ… Ἐργάστηκε ἕνα χρόνο
ὡς ἔμπορος σὲ πλοῖο κ᾽ ἔγινε μὲ τὸν καιρὸ
ναύτης πρώτης. Τρίς ἐγλύτωσε τὴ ζωή του
ἀπ᾽ τῆς θάλασσας τὰ τρομερά τὰ ρεύματα
κι ὅλοι τὸν κοίταζαν μὲ δέος καὶ μ᾽ ἀγάπη…
Προτοῦ πατήσῃ τὸ Μάη στὰ εἴκοσι ὀχτώ του,
ἀγόρασε δικιά του βάρκα κ᾽ ἔχτισε τὸ σπίτι
γιὰ τὴν Ἄννα, σὰ μιὰ φωλιὰ χαρούμενη, στὴ μέση
τοῦ δρόμου τοῦ στενοῦ ποὺ πήγαινε στὸ μύλο.

Posted on

Γιὰ τὸν Alfred Tennyson

alfred-tennyson-george-frederik-watts-θεοδόσης-αγγ-παπαδημητρόπουλος

[Κυκλοφορεῖ στὶς ἐκδόσεις τὸ ἀφηγηματικὸ ποίημα Ἐνὼχ Ἄρντεν τοῦ ποιητῆ σὲ μετάφραση Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου.]

Ὁ ποιητὴς γεννήθηκε στὶς 6 Αὐγούστου 1809 στὸ Σόμερσμπυ τοῦ Λίνκολνσάιρ στὴν Ἀγγλία.

Τὸ 1823-4 γράφει τὸ πρῶτο του ἔργο: μιὰ μίμηση ἐλισαβετιανοῦ δράματος, τὸ Διάολο καὶ τὴν κυρά του. Τὸ 1827 ἐκδίδει τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογή: Ποιήματα ἀπὸ δυὸ ἀδέρφια, μαζὶ μὲ στίχους τοῦ ἀδερφοῦ του Τσάρλς. Τὴν ἴδια χρονιὰ εἰσέρχεται στὸ Κολλέγιο τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Καίμπριτζ.

Tὸ 1829 κερδίζει τὸ χρυσὸ μετάλλιο τῆς Καγκελλαρίας μὲ τὸ ποίημά του Τιμπουκτού.

Τὸ 1830 ἐκδίδεται ἡ δεύτερη συλλογή του· δυὸ χρόνια ἀργότερα ἀκολουθεῖ ἡ τρίτη, τὸ 1842 ἡ τέταρτη. Τὸ 1847 δημοσιεύεται ἡ Πριγκήπισσα.

Τὸ 1850 νυμφεύεται τὴν Ἔμιλυ Σέλλγουντ, ἐκδίδει ἀνωνύμως τὸ In memoriam κι ὁρίζεται Poet laureate («ποιητὴς στὶς ὑπηρεσίες τοῦ κράτους»). Τὸ 1852 ἐκδίδει τὴν ᾨδὴ γιὰ τὸ θάνατο τοῦ δούκα τοῦ Οὐέλλινγκτον. Τὸ 1854 γεννιέται ὁ γιός του Λάιονελ. Ἔπειτα ἀπὸ ἕνα ἕτος ἐκδίδει τὸν Μῶντ κι ἄλλα Ποιήματα. Τὸ 1859 ἀκολουθοῦν τὰ Εἰδύλλια τοῦ Βασιλιᾶ.

Τὸ 1862 πρωτοσυναντάει ἐπισήμως τὴ βασίλισσα Βικτωρία.

Τὸ 1864 ἐκδίδεται ὁ Ἐνὼχ Ἄρντεν· ὕστερα ἀπὸ πέντε χρόνια, Τὸ ἱερὸ δισκοπότηρο κι ἄλλα ποιήματα· ἔπειτα ἀπό ‘να χρόνο, Ἡ χήρα. Τὸ 1872 ἀκολουθεῖ τό: Γκάρεθ καὶ Λυνέττ, ἐνῷ τὸ 1875 τὸ δρᾶμα Βασίλισσα Μαίρη, τὸ ὁποῖο παριστάνεται τὴν ἑπόμενη χρονιά. Τὸ 1876 ἐκδίδει τὸν Χάρολντ.

Τὸ 1880 ἐκδίδει τὶς Μπαλλάντες κι ἄλλα ποιήματα καὶ τὸ 1884 Τὸ κύπελλο καὶ τὸ γεράκι, τὸν Μπέκετ κ’ ἕνα χρόνο ἀργότερα τὸν Τειρεσία κι ἄλλα ποιήματα. Τὸ 1889 ἐκδίδεται ἡ Δήμητρα κι ἄλλα ποιήματα· ἕνα χρόνο μετά, μὲ τὴ βοήθεια τῆς πρωτοεμφανιζόμενης τεχνολογίας τοῦ Ἔντισον, μαγνητοφωνεῖ ποιήματά του.

Τὸ 1899 πεθαίνει στὸ Ἄλντγουορθ.

Ὁ Alfred Tennyson ἀπαγγέλει ποίημά του.
alfred-tennyson-ενώχ-άρντεν-θεοδόσης-αγγ-παπαδημητρόπουλος