Γονεῖς καὶ γηραιότεροι,
γενιὲς ὁλάκερες ποὺ πέρασαν –
ὅλοι τους γιὰ τὰ προβλήματα ποὺ ζῇς
ἔχουνε πιὰ ἀθῳωθῆ στὸ δικαστήριο τοῦ Χρόνου.
Τὰ κτίσματά τους κ᾽ οἱ φωτογραφίες τους
στέκουνε τώρα πιὰ ὡραϊσμένα, σιωπηλὰ ἐνθύμια
σὲ μιὰ στιγμὴ πρὶν τὴ στιγμὴ ποὺ σὲ χωράει μέσα της,
ἐκείνη τὴν πλέον ἀνεπίστροφὴ γιὰ σένα, δύστυχε κριτή.
Ἀπὸ νεκροὺς καὶ μελλοθάνατους
θένα ζητᾷς εὐθύνη; Δέν κατάλαβες
ὅτι τὸ χῶμα, καθὼς πέφτει ἀμίληκτα,
κάθε ἀνομία καὶ κακία καλύπτει;
Ἄντε… ν᾽ ἀφήσῃ λίπασμα τὸ ἐλάχιστο καλό τους…
K᾽ ὕστερα, στ᾽ ὄργωμα τοῦ τόπου
θὰ κοπιάσουμε, θὰ ματώσουμε,
θὰ κλείσουμε, θὰ σφραγίσουμε τ᾽ ἀφτιὰ
τὰ λόγια νὰ μήν ἀκοῦμε τῆς καταστροφῆς.
Ὅλα θὰ τὰ κάνουμε μὲ τόση θέρμη,
ὥστε τὸ θὰ ἀποκατεστημένο πιὰ
θὰ δηλώνῃ καὶ δέ θὰ κοροϊδεύῃ.
Αὐτά θὰ λέμε στὰ μισὰ τοῦ δρόμου
γαλήνια πιστεύοντάς τα κιόλας.
(Θέλει καὶ λίγη ἀφέλεια προσποιητή,
γιὰ ν᾽ ἀποκοιμίζωνται τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα,
ὅταν παραπονοῦνται στὴ σκληρή ἐργασία.)
Ὅλα, λοιπόν, θὰ τὰ ἐπιχειρήσουμε.
Γιατὶ εἴτε πίσω ἐδῶ ξεμείναμε
εἴτε μαρτυρικά ἐννοήσαμε πὼς
δεμένη ἡ μοῖρα μας βυθίζεται
ὡς νέα ἄγκυρα στὸν παληὸ βυθό.
Μὰ τὴν ὥρα τοῦ ἐφελκυσμοῦ,
σὰ θἄχουμε κ᾽ ἐμεῖς σκουριάσει,
εὐχή μᾶς δίνω καὶ κατάρα
πρῶτο στὸ νοῦ μας νἄχουμε
πὼς ὅ,τι ἄξιο κι ἂν στήσαμε,
τοῦ Κόσμου τὸ πρόβλημα
ποτέ μας δὲν τὸ λύσαμε·
κληρονομιά τὸ ἀφήσαμε
στὸ νέο καὶ γενναῖο
γιὰ νἄχῃ νὰ ὀνειρεύεται,
γιὰ νἄχῃ καὶ νὰ φτειάχνῃ.