ἀέκουσιν ἔδυ φάος
ἀθέλητά τους ἔδυσε τὸ φῶς
Ἰλιὰς ραψῳδία Θ, στίχος 487
Τὸ φῶς φέρνει τὰ πάντα:
ζ ω ή· χαρά, εἰρήνη, γνώση, ἔρωτα·
τρόμο, φθόνο, πόλεμο καὶ μάχη· θ ά ν α τ ο.
Δέ διστάζει τὸ φῶς νὰ κάνῃ τὸ δικό του.
Ξεχνάει τὶς ἐλπίδες τοῦ ἀνθρώπου.
Δέ λογαριάζει τὴν αὐθορμησία του.
Τὸ φῶς μᾶς καθιστᾷ ὑπαρκτούς καὶ μᾶς ἐξολοθρεύει.
Οἱ ἀχτῖδες ἄλλοτε φτάνουνε χάδι στὸ δέρμα -ἄλλοτε καρφιά σὲ διαμπερῆ τραύματα.
Τὸ φῶς τὰ κάνῃ ὅλ᾿ αὐτά.
Νὰ τὸ θυμᾶται αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μήν πάῃ μακρύτερα ἀπ᾿ τὸν ἥσκιο του.
Νὰ μή ζητάῃ πολλά, ἐπειδὴ τοῦ ᾿λαχε κάτι κ᾿ ἐκεῖνος νὰ βλέπῃ..- νὰ χαίρεται τὶς μορφὲς καὶ τὰ χρώματα.
Νὰ τὸ θυμᾶται αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος.
Νἄχῃ μιὰν ἁπλότητα στὸ βλέμμα του ὅμοια μὲ τοῦ τοπίου τῆς Ἰλιάδος:
Λιθάρι πάνω σὲ λιθάρι -ἥσκιος σ᾿ ἥσκιον πάνω,
χέρι σὲ χέρι πάνω -σὲ καρδιά, καρδιά ἀλλη μέσα,
ζωή νὰ στέκῃ ὁλόγυρα καὶ θάνατος στὴ μέση.
Φάος ἠελίοιο – Ἥλιου φῶς – Γιὰ τὸ τοπίο τῆς Ἰλιάδος
Αὐτόν τε ζώειν καὶ ὁρᾶν φ ά ο ς ἠ ε λ ί ο ι ο.
Κι ὁ ἑαυτός μου νὰ ζῶ καὶ φ ῶ ς νὰ βλέπω τοῦ ἥ λ ι ο υ.
Ἰλιάς, ραψῳδία Ω, στίχος 558
Τὸ φῶς -τὸ λεπτοφυὲς μυστήριο ποὺ φανερώνει κάθετί στὸ Σύμπαν κ᾿ ἐξίσου ζωοδοτεῖ καὶ δυναμώνει… Πόσα μάτια ἀνοιγοκλείνουνε κάθε στιγμὴ π…