[Εἰσαγωγικὸ ποίημα στὸ τραγικὸ ὁδοιπορικό: Πρὸς ἑαυτούς.]
Μάθανε τὰ βάθη τῶν ἀνθρωπίνων.
Εἴδανε κι ὅλα τὰ ὕψη τους.
Κ᾿ εἴπανε ὕστερα, σὰ «σκέφτηκαν»,
τὸν συνάνθρωπο: ἀπάνθρωπο,
γιατὶ ποῦ νὰ τὸν αἰσθανθοῦνε
ἐκεῖνοι οἱ ἀνόητοι τῇ καρδίᾳ·
τὸν ἀπάνθρωπο τὸν εἴπανε: θεό,
γιατὶ πῶς νὰ τὸν ἐννοήσουν
ἐκεῖνοι οἱ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ.
Καὶ προσκυνῆσαν καὶ ματῶσαν
πάνω στὰ μαῦρα, κοφτερὰ χαλίκια
τῆς πίστης τῆς ξεστρατημένης.
Κλάψανε, θρηνῆσαν -βγάλανε κραυγές!
Ψάξαν ἀπὸ τὰ δάκρυα τυφλωμένοι,
ὅπως βαδίζανε τὸν ἕνα δρόμο
ποὺ μιά φορὰ καθεὶς βαδίζει,
νὰ βροῦνε, λιγάκι νὰ σταθοῦνε
πάνω σ᾿ ὦμον ἄλλον ἐλαφρὺ
κάποιου διπλανοῦ στὴν ἐρημιὰ
συνάνθρωπου ἀπάνθρωπου,
συνοδοιπόρου καὶ θεοῦ.
Πρὸς ἑαυτούς
Μᾶς ρώτησε κάποτε: «Ποιός πιστεύετε πὼς εἶμαι πραγματικά;» Ἀρχίσαμε νὰ λέμε ὁ καθένας μας μὲ τὴ σειρά..- τόσες μποῦρδες μαζεμένες δέν ἔχω ματακούσει! Τώρα ποὺ τὸ σκέφτομαι, μοῦ κάνει ἐντύπωση πῶς δέ σκάσαμε στὰ γέλια. Ἀφότου μίλησε κι ὁ τελευταῖος, μᾶς κοίταξε καλά-καλὰ καὶ ξέχωρα τὸν καθένα, κ᾿ εἶπε: «Ἀκόμα, δέν ἔχετε καταλάβει…» «Πές μας!», τοῦ φωνάξαμε μεῖς. «Πές μας ἐσύ, ποιός εἶσαι τάχα!…