Posted on

«Σὰ βούτηξε στὸν Ὠκεανό…» ἀπὸ τό «Φάος ἠελίοιο»

δύση-ηλίου-φάος-ηελίοιο-θεοδόσης-αγγ-παπαδημητρόπουλος

[Ἀπὸ Φάος ἠελίοιο – Ἥλιου φῶς – γιὰ τὸ τοπίο τῆς Ἰλιάδος τοῦ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου.]

Στὰ δυό εἴχανε χωριστῆ οἱ Ὀλύμπιοι: μισοί μὲ τοὺς Ἀχαιούς -μισοί μὲ τοὺς Τρῶες· ὁ Δίας ἔμενε, ὑποτίθεται, οὐδέτερος… Ὁ ἀδελφός του Ποσειδώνας, ποὺ ταράζει τὶς πλάκες τῆς γῆς νὰ τρέμῃ στὸ σεισμό, κατέβηκε νὰ βοηθήσῃ τοὺς ἀγαπημένους του Ἀχαιούς. Ὁ θεὸς τῶν θαλασσῶν! Ἕνας ἀπ᾿ τοὺς ὑδάτινους θεούς, ὄχι ὁ ἀρχαιότερος. Αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Τιτάνας Ὠκεανὸς ποὺ περιβρέχει τὴ Γῆ καὶ στὰ σπλάχνα του σκίρτησε ἡ ζωὴ προτοῦ πατήσῃ αὐτὴ στεριά. Ὁ μέγας Ὠκεανός! Ὁ ἀκόμα καὶ σήμερα ἄγνωστος. Ἡ κοιτίδα καὶ τὸ χωνευτήρι κάθε ἀνομία μας: τῶν σκουπιδιῶν, τῶν τοξικῶν, τῶν ψόφιων ἐνεργειακά – μὰ ἐπικίνδυνων γιὰ χιλιετίες – πυρηνικῶν ἀποβλήτων, τῶν πλαστικῶν σὰν τελειώνουμε τὶς ἀγορὲς στὰ μαγαζιά… Συνέχεια στολίζουμε τὸν προπάτορα -τοῦ δωρίζουμε «πολιτισμό»… Στὶς ἀβύσσους του, μακριὰ ἀπὸ κάθε ἀχτίδα, σαλεύει ὅμως πάντοτε ζωὴ τῷ ὄντι ἀνήλιαγη! Ἐκεικάτω φαίνεται νὰ τραβάῃ στὸ τέλος τῆς μέρας τὸ ἅρμα τοῦ Ἥλιου:

Ἐν δ᾿ ἔπεσ᾿ Ὠκεανῷ λαμπρὸν φάος ἠελίοιο…
Σὰ βούτηξε στὸν Ὠκεανὸ τὸ λαμπερό τοῦ ἥλιου φῶς…
Ἰλιὰς Θ 485

Ἔτσι ἔγινε καὶ στὸ τέλος τῆς μέρας, ὅταν ὁ Δίας ἐπέβαλε τὴν οὐδετερότητα τῶν θεῶν ποὺ καταστρατήγησαν ἡ Ἥρα κι ὁ Ποσειδώνας μὲ τὰ κόλπα καὶ τὴν πονηριά τους. Ἕνα σφίξιμο στὴν καρδιὰ τέτοιαν ὥρα -ἕνας μικρὸς καθημερινὸς θάνατος… Τὴ νύχτα, ἐμεῖς τὰ καταφέρνουμε κάπως μὲ τὶς φωταγωγημένες πολιτεῖες. Τότε, ὅμως, οἱ Ἀρχαῖοι, τί νὰ προλάβαιναν μ᾿ ἕνα λυχναράκι;.. Κι ἀπὸ τί νὰ πρωτοφυλάγονταν;.. Τὸ βασίλεμα τοῦ λαμπροῦ δίσκου, τοὺς ἀποστεροῦσε – ὄνομα καὶ πρᾶμα – τὸν Κόσμο· εἴχανε φωτιά, ἀλλ᾿ αὐτὴ δέν εἰν᾿ ἠλεκτρισμός -δύσκολα μεταφέρεται. Ἔνοιωθαν τότε σὰ νὰ βουλιάζουν στὸ πηχτό σκοτάδι τοῦ Ὡκεανοῦ: στὸν ἀρχαῖο τῶν ἡμερῶν. Ἐκεῖνος, ὑδάτινη ἀγκαλιά, δέχεται τὸ φῶς· χάνονται οἱ ἀχτίδες κατεβαίνοντας στὶς τάφρους κ᾿ ἔχοντας γιὰ φορτίο τοὺς στεναγμοὺς τῶν ἀνθρώπων. Εὐρύχωρος ρέει πάντα ἐκεῖνος ἀνακυκλώνοντας τὴν ἀσχήμια… κ᾿ οἱ πόλεις τοῦ φωτός – οἱ ἀνόσιες κι ἄπληστες – ρυπαίνοντάς τον συνεχίζουν νὰ λάμπουν ἐλέῳ τοῦ δικοῦ του σκότους…