Κυλάει ὁ χρόνος κι ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει ψηλά -διώχνει τὸ σκοτάδι -ἐκεῖνο ποὺ τὄχουμε γιὰ θάνατο καὶ δυστυχία -μόνον αὐτό… Λές καὶ τὸ φῶς φέρνει ἀποκλειστικὰ ζωή, χαρά· σὰ νὰ μήν ἀποκαλύπτῃ, τοὐλάχιστο, τὰ παράδοξα τοῦ σκότους -λές καὶ δέ θέτει κ᾿ ἐκεῖνο αἰνίγματα. Στ᾿ ἀρχαῖα χρόνια, ὁ αἰνικτής- ἄναξ οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, κατὰ τὸν μέγαν ἀρνητὴ τοῦ Ὁμήρου, τὸν Ἡράκλειτο, ἦταν κι ὁ θεὸς τοῦ φωτός: ὁ Φοῖβος-Ἀπόλλων. Τὰ βέλη του σκορποῦσαν ἀσθένειες στὸ στρατόπεδο τῶν Ἀχαιῶν. Περπατοῦσα στὴ Μεσσηνία δώδεκα χρονῶν· ἔρημος ὁ δρόμος· τρεῖς τὸ μεσημέρι· καλοκαίρι· λάβρα ὁ ἀέρας· ὁ ἥλιος πύρωνε τὴν ἄσφαλτο· οἱ μορφές, κεράκια -«λιώνανε»· ὁλομόναχος ἐγώ. Τρομακτικώτερο τοπίο δέν ἔχω ζήσει… Καὶ στὴ λάμψη τοῦ θέρους ἔρχεται ὁ θάνατος.
Ετικέτα: ἰλιάς
Τὸ φῶς φέρνει τὰ πάντα…
ἀέκουσιν ἔδυ φάος
ἀθέλητά τους ἔδυσε τὸ φῶς
Ἰλιὰς ραψῳδία Θ, στίχος 487
Τὸ φῶς φέρνει τὰ πάντα:
ζ ω ή· χαρά, εἰρήνη, γνώση, ἔρωτα·
τρόμο, φθόνο, πόλεμο καὶ μάχη· θ ά ν α τ ο.
Δέ διστάζει τὸ φῶς νὰ κάνῃ τὸ δικό του.
Ξεχνάει τὶς ἐλπίδες τοῦ ἀνθρώπου.
Δέ λογαριάζει τὴν αὐθορμησία του.
Τὸ φῶς μᾶς καθιστᾷ ὑπαρκτούς καὶ μᾶς ἐξολοθρεύει.
Οἱ ἀχτῖδες ἄλλοτε φτάνουνε χάδι στὸ δέρμα -ἄλλοτε καρφιά σὲ διαμπερῆ τραύματα.
Τὸ φῶς τὰ κάνῃ ὅλ᾿ αὐτά.
Νὰ τὸ θυμᾶται αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μήν πάῃ μακρύτερα ἀπ᾿ τὸν ἥσκιο του.
Νὰ μή ζητάῃ πολλά, ἐπειδὴ τοῦ ᾿λαχε κάτι κ᾿ ἐκεῖνος νὰ βλέπῃ..- νὰ χαίρεται τὶς μορφὲς καὶ τὰ χρώματα.
Νὰ τὸ θυμᾶται αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος.
Νἄχῃ μιὰν ἁπλότητα στὸ βλέμμα του ὅμοια μὲ τοῦ τοπίου τῆς Ἰλιάδος:
Λιθάρι πάνω σὲ λιθάρι -ἥσκιος σ᾿ ἥσκιον πάνω,
χέρι σὲ χέρι πάνω -σὲ καρδιά, καρδιά ἀλλη μέσα,
ζωή νὰ στέκῃ ὁλόγυρα καὶ θάνατος στὴ μέση.
Φάος ἠελίοιο – Ἥλιου φῶς – Γιὰ τὸ τοπίο τῆς Ἰλιάδος
Αὐτόν τε ζώειν καὶ ὁρᾶν φ ά ο ς ἠ ε λ ί ο ι ο.
Κι ὁ ἑαυτός μου νὰ ζῶ καὶ φ ῶ ς νὰ βλέπω τοῦ ἥ λ ι ο υ.
Ἰλιάς, ραψῳδία Ω, στίχος 558
Τὸ φῶς -τὸ λεπτοφυὲς μυστήριο ποὺ φανερώνει κάθετί στὸ Σύμπαν κ᾿ ἐξίσου ζωοδοτεῖ καὶ δυναμώνει… Πόσα μάτια ἀνοιγοκλείνουνε κάθε στιγμὴ π…
«Σὰ βούτηξε στὸν Ὠκεανό…» ἀπὸ τό «Φάος ἠελίοιο»
[Ἀπὸ Φάος ἠελίοιο – Ἥλιου φῶς – γιὰ τὸ τοπίο τῆς Ἰλιάδος τοῦ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου.]
Στὰ δυό εἴχανε χωριστῆ οἱ Ὀλύμπιοι: μισοί μὲ τοὺς Ἀχαιούς -μισοί μὲ τοὺς Τρῶες· ὁ Δίας ἔμενε, ὑποτίθεται, οὐδέτερος… Ὁ ἀδελφός του Ποσειδώνας, ποὺ ταράζει τὶς πλάκες τῆς γῆς νὰ τρέμῃ στὸ σεισμό, κατέβηκε νὰ βοηθήσῃ τοὺς ἀγαπημένους του Ἀχαιούς. Ὁ θεὸς τῶν θαλασσῶν! Ἕνας ἀπ᾿ τοὺς ὑδάτινους θεούς, ὄχι ὁ ἀρχαιότερος. Αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Τιτάνας Ὠκεανὸς ποὺ περιβρέχει τὴ Γῆ καὶ στὰ σπλάχνα του σκίρτησε ἡ ζωὴ προτοῦ πατήσῃ αὐτὴ στεριά. Ὁ μέγας Ὠκεανός! Ὁ ἀκόμα καὶ σήμερα ἄγνωστος. Ἡ κοιτίδα καὶ τὸ χωνευτήρι κάθε ἀνομία μας: τῶν σκουπιδιῶν, τῶν τοξικῶν, τῶν ψόφιων ἐνεργειακά – μὰ ἐπικίνδυνων γιὰ χιλιετίες – πυρηνικῶν ἀποβλήτων, τῶν πλαστικῶν σὰν τελειώνουμε τὶς ἀγορὲς στὰ μαγαζιά… Συνέχεια στολίζουμε τὸν προπάτορα -τοῦ δωρίζουμε «πολιτισμό»… Στὶς ἀβύσσους του, μακριὰ ἀπὸ κάθε ἀχτίδα, σαλεύει ὅμως πάντοτε ζωὴ τῷ ὄντι ἀνήλιαγη! Ἐκεικάτω φαίνεται νὰ τραβάῃ στὸ τέλος τῆς μέρας τὸ ἅρμα τοῦ Ἥλιου:
Ἐν δ᾿ ἔπεσ᾿ Ὠκεανῷ λαμπρὸν φάος ἠελίοιο…
Σὰ βούτηξε στὸν Ὠκεανὸ τὸ λαμπερό τοῦ ἥλιου φῶς…
Ἰλιὰς Θ 485
Ἔτσι ἔγινε καὶ στὸ τέλος τῆς μέρας, ὅταν ὁ Δίας ἐπέβαλε τὴν οὐδετερότητα τῶν θεῶν ποὺ καταστρατήγησαν ἡ Ἥρα κι ὁ Ποσειδώνας μὲ τὰ κόλπα καὶ τὴν πονηριά τους. Ἕνα σφίξιμο στὴν καρδιὰ τέτοιαν ὥρα -ἕνας μικρὸς καθημερινὸς θάνατος… Τὴ νύχτα, ἐμεῖς τὰ καταφέρνουμε κάπως μὲ τὶς φωταγωγημένες πολιτεῖες. Τότε, ὅμως, οἱ Ἀρχαῖοι, τί νὰ προλάβαιναν μ᾿ ἕνα λυχναράκι;.. Κι ἀπὸ τί νὰ πρωτοφυλάγονταν;.. Τὸ βασίλεμα τοῦ λαμπροῦ δίσκου, τοὺς ἀποστεροῦσε – ὄνομα καὶ πρᾶμα – τὸν Κόσμο· εἴχανε φωτιά, ἀλλ᾿ αὐτὴ δέν εἰν᾿ ἠλεκτρισμός -δύσκολα μεταφέρεται. Ἔνοιωθαν τότε σὰ νὰ βουλιάζουν στὸ πηχτό σκοτάδι τοῦ Ὡκεανοῦ: στὸν ἀρχαῖο τῶν ἡμερῶν. Ἐκεῖνος, ὑδάτινη ἀγκαλιά, δέχεται τὸ φῶς· χάνονται οἱ ἀχτίδες κατεβαίνοντας στὶς τάφρους κ᾿ ἔχοντας γιὰ φορτίο τοὺς στεναγμοὺς τῶν ἀνθρώπων. Εὐρύχωρος ρέει πάντα ἐκεῖνος ἀνακυκλώνοντας τὴν ἀσχήμια… κ᾿ οἱ πόλεις τοῦ φωτός – οἱ ἀνόσιες κι ἄπληστες – ρυπαίνοντάς τον συνεχίζουν νὰ λάμπουν ἐλέῳ τοῦ δικοῦ του σκότους…